Ψυχανεμίστηκα άπειρες φορές στα σοκάκια της Βαρκελώνης, άλλοτε με ένα βιβλίο στο χέρι και άλλοτε με μια φωτογραφία. Ψάχνοντας, εβδομήντα χρόνια μετά, μέρη όπου διαδραματίστηκαν γεγονότα. Υπήρξαν φορές όπου αντί για χάρτη ακολούθησα τις διαδρομές κάποιας αφήγησης, με το νου μου αναπαράστησα ενέργειες, γύρισα πίσω στο χρόνο, μπήκα αυθαίρετα στη θέση των ηρώων, φαντασιώθηκα πλοκές και συνέχειες, ανακάλυψα κάποια από τα πραγματικά σκηνικά της δράσης...
Με τα χρόνια οι περιπλανήσεις αυτές έγιναν έξη και συνεχίζω να μεταφέρομαι φανταστικά στη Μπάρνα (μπορείς να ερωτευτείς τελικά μια πόλη;) ακολουθώντας και μυθιστορηματικά μονοπάτια, καβαλώντας π.χ. «το ποδήλατο του Λεονάρντο», ψάχνοντας την «αλήθεια για την υπόθεση Σαβόλτα», τρώγοντας και συζητώντας με τον Πέπε Καρβάλιο και τον Μονταλμπάν...
Δεν ξέρω πως θα ονόμαζαν τη φαντασιοκοπία μου αυτή ψυχαναλυτές και ψυχοτέτοιοι, εγώ πάντως την βάφτισα «βιωματική ανάγνωση της ιστορίας». Γιατί πράγματι έχει μεγάλη σημασία να ψυχανεμίζεσαι στο επίκεντρο του βιβλίου που διαβάζεις και οι περιγραφές του να αποκτούν υπόσταση. Τότε η ιστορία χαράσσεται μέσα σου και την οικειοποιείσαι με έναν πιο βαθύ και εσωτερικό τρόπο.
Ψυχανεμίστηκα άπειρες φορές λοιπόν στα σοκάκια της Βαρκελώνης και θα συνεχίσω να το κάνω σε κάθε ευκαιρία... Πήρα βιβλία και ταινίες, κράτησα σημειώσεις, τράβηξα φωτογραφίες και βίντεο, ρώτησα, συζήτησα με ανθρώπους, προσπάθησα να καταλάβω... Σκέφτηκα να φτιάξω κάτι σα ντοκιμαντέρ, βρήκα όμως χαοτικό και ασύνδετο το υλικό της συλλογής μου, οι αποστάσεις και η γλώσσα επίσης δεν βοηθούν, εν τέλει δεν ασχολήθηκα ποτέ σοβαρά με το σενάριο...
Ο έρωτας υπήρξε αιτία και αφορμή για την επαφή «με την πόλη των θαυμάτων». Για το μικρόβιο της ιστορικής ανάγνωσης υπήρξε καθοριστική η γνωριμία και η (έμμεση έστω) επαφή με τον «Παππού». Ο πρόσφατος θάνατος του οποίου εκτός από συγκίνηση μου κέντρισε ξανά την ανάγκη για ένα «ταξίδι στο παρελθόν». Στο δικό του, στο δικό μου, στο δικό μας παρελθόν...
Τους πολιτικούς μας συγγενείς και τους συντρόφους τους διαλέγουμε, γι’ αυτό ίσως και υιοθετήθηκε άμεσα το «Παππούς» που κάποιος μας ξεστόμισε αυθόρμητα για τον Abel Paz. Ήταν καλοκαίρι του 1996 και για πολλούς από εμάς τότε (αν και καλύτερα να μιλάω μόνο για τον εαυτό μου) η ισπανική επανάσταση ήταν ένα ιστορικό γεγονός, οι «Κιχώτες του Ιδανικού» μια υποσημείωση και το αντάρτικο προσωνύμιο «Abel Paz» σχεδόν άγνωστο...
Είκοσι-και-κάτι χρονών και η εκδήλωση στο Πολυτεχνείο για τα 60 χρόνια από την ισπανική επανάσταση, με πρωταγωνιστή έναν άνθρωπο που την έζησε, μου προκαλεί δέος. Ο ίδιος ο Abel Paz φροντίζει για την προσγείωση και την απομυθοποίηση, για τη σύνδεση με το παρόν, για μια εντελώς ανατρεπτική ανάγνωση της ιστορίας και των υποκειμένων της. Κάποιες ερωτήσεις έχουν επιθετικό ύφος και άστοχα τον βάζουν στη θέση του απολογητή της συμμετοχής αναρχικών στην επαναστατική κυβέρνηση. Γνωρίζω ότι από τότε ο ίδιος ήταν αντίθετος και όμως δεν το επικαλείται. Αντιστρέφει τις ερωτήσεις, σε εγκαλεί να πάρεις θέση πρακτικά και όχι θεωρητικά. Με τα λεγόμενα του αποδεικνύει ότι σχέσεις εξουσίας δημιουργούνται και «από τα κάτω» όταν δηλαδή η παθητικότητα «εξουσιοδοτεί» άλλους να δράσουν εξ ονόματος σου... Τροφή για σκέψη και προβληματισμό αλλά και γροθιά στο στομάχι η κριτική του: «πως μιλάτε για αλληλεγγύη όταν δεν είστε αλληλέγγυοι μεταξύ σας;»...
Δεκατρία χρόνια μετά και κάπου μπλέκονται οι αναμνήσεις και κυρίως η σειρά των γεγονότων. Σίγουρα όμως ακολουθούν δύο ακόμα εκδηλώσεις που παρακολουθώ και συμμετάσχω, στη Θεσσαλονίκη και στα Ν. Λιόσια, ένα συλλογικό τραπέζι προς τιμήν του Παππού και ένα αξέχαστο απόγευμα στην παιδική χαρά απέναντι από την «Ακακία» στους Αγ. Αναργύρους... Ατελείωτες εξιστορήσεις, με τις ώρες συζητήσεις και εκατοντάδες ερωτήσεις, αλλά και διάβασμα, και έτσι έννοιες όπως «όραμα», «συντροφικότητα», «κοινωνική επανάσταση», «αυτοδιαχείριση» κοκ αποκτούν άλλη βαρύτητα και σημασία... Και το μικρόβιο της ιστορικής ανάγνωσης εκκολάπτεται ήδη...
Για την ιστορία και για όσους δεν είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν το πραγματικό όνομα του Abel Paz είναι Diego Camacho. Ωστόσο είναι περισσότερο γνωστός με το επαναστατικό του ψευδώνυμο με το οποίο άλλωστε υπέγραψε και τα βιβλία που εξέδωσε. Γεννήθηκε στις 12 Αυγούστου του 1921 στην Almeria ενώ με την οικογένειά του εγκαταστάθηκαν στη Gracia της Βαρκελώνης το 1929. Έξι χρόνια αργότερα και με το που άρχισε να δουλεύει έγινε και μέλος της CNT, ενώ τον Ιούλη του 1936 με το ξέσπασμα της κοινωνικής επανάστασης κατατάσσεται στη “Φάλαγγα Ντουρούτι”. Μαζί με άλλους συντρόφους από την γειτονιά της Gracia ιδρύουν την αναρχική ομάδα «Κιχώτες του Ιδανικού» με κύριο σκοπό την υπεράσπιση των επαναστατικών αρχών της Αναρχίας. Πολεμάει επίσης στο μέτωπο της Αραγωνίας ενώ συμμετέχει και στα γεγονότα της Βαρκελώνης τον Μάη του 1937. Με την πτώση της Καταλωνίας τον Γενάρη του 1939 καταφεύγει εξόριστος στη Γαλλία όπου και κρατείται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Κατόπιν παίρνει μέρος τόσο στο γαλλικό αντάρτικο ενάντια στους ναζί όσο και στην αντιδικτατορική δράση στην Ισπανία –πράγμα που του στοιχίζει αμέτρητες ποινές και φυλακίσεις. Γράφει κυρίως βιωματικά βιβλία ωστόσο μένει στην ιστορία για την συγγραφή της βιογραφίας του Μπουαναβεντούρα Ντουρρούτι. Αμετανόητα αναρχικός “από τα γεννοφάσκια του” όπως του αρέσει να λέει, ανατρεπτικός και καυστικός, μέχρι πρόσφατα συμμετέχει σε κοινωνικές εκδηλώσεις και βρίσκεται διαρκώς σε επαφή με αγωνιστές και κινήματα.
Με τα χρόνια οι περιπλανήσεις αυτές έγιναν έξη και συνεχίζω να μεταφέρομαι φανταστικά στη Μπάρνα (μπορείς να ερωτευτείς τελικά μια πόλη;) ακολουθώντας και μυθιστορηματικά μονοπάτια, καβαλώντας π.χ. «το ποδήλατο του Λεονάρντο», ψάχνοντας την «αλήθεια για την υπόθεση Σαβόλτα», τρώγοντας και συζητώντας με τον Πέπε Καρβάλιο και τον Μονταλμπάν...
Δεν ξέρω πως θα ονόμαζαν τη φαντασιοκοπία μου αυτή ψυχαναλυτές και ψυχοτέτοιοι, εγώ πάντως την βάφτισα «βιωματική ανάγνωση της ιστορίας». Γιατί πράγματι έχει μεγάλη σημασία να ψυχανεμίζεσαι στο επίκεντρο του βιβλίου που διαβάζεις και οι περιγραφές του να αποκτούν υπόσταση. Τότε η ιστορία χαράσσεται μέσα σου και την οικειοποιείσαι με έναν πιο βαθύ και εσωτερικό τρόπο.
Ψυχανεμίστηκα άπειρες φορές λοιπόν στα σοκάκια της Βαρκελώνης και θα συνεχίσω να το κάνω σε κάθε ευκαιρία... Πήρα βιβλία και ταινίες, κράτησα σημειώσεις, τράβηξα φωτογραφίες και βίντεο, ρώτησα, συζήτησα με ανθρώπους, προσπάθησα να καταλάβω... Σκέφτηκα να φτιάξω κάτι σα ντοκιμαντέρ, βρήκα όμως χαοτικό και ασύνδετο το υλικό της συλλογής μου, οι αποστάσεις και η γλώσσα επίσης δεν βοηθούν, εν τέλει δεν ασχολήθηκα ποτέ σοβαρά με το σενάριο...
Ο έρωτας υπήρξε αιτία και αφορμή για την επαφή «με την πόλη των θαυμάτων». Για το μικρόβιο της ιστορικής ανάγνωσης υπήρξε καθοριστική η γνωριμία και η (έμμεση έστω) επαφή με τον «Παππού». Ο πρόσφατος θάνατος του οποίου εκτός από συγκίνηση μου κέντρισε ξανά την ανάγκη για ένα «ταξίδι στο παρελθόν». Στο δικό του, στο δικό μου, στο δικό μας παρελθόν...
Τους πολιτικούς μας συγγενείς και τους συντρόφους τους διαλέγουμε, γι’ αυτό ίσως και υιοθετήθηκε άμεσα το «Παππούς» που κάποιος μας ξεστόμισε αυθόρμητα για τον Abel Paz. Ήταν καλοκαίρι του 1996 και για πολλούς από εμάς τότε (αν και καλύτερα να μιλάω μόνο για τον εαυτό μου) η ισπανική επανάσταση ήταν ένα ιστορικό γεγονός, οι «Κιχώτες του Ιδανικού» μια υποσημείωση και το αντάρτικο προσωνύμιο «Abel Paz» σχεδόν άγνωστο...
Είκοσι-και-κάτι χρονών και η εκδήλωση στο Πολυτεχνείο για τα 60 χρόνια από την ισπανική επανάσταση, με πρωταγωνιστή έναν άνθρωπο που την έζησε, μου προκαλεί δέος. Ο ίδιος ο Abel Paz φροντίζει για την προσγείωση και την απομυθοποίηση, για τη σύνδεση με το παρόν, για μια εντελώς ανατρεπτική ανάγνωση της ιστορίας και των υποκειμένων της. Κάποιες ερωτήσεις έχουν επιθετικό ύφος και άστοχα τον βάζουν στη θέση του απολογητή της συμμετοχής αναρχικών στην επαναστατική κυβέρνηση. Γνωρίζω ότι από τότε ο ίδιος ήταν αντίθετος και όμως δεν το επικαλείται. Αντιστρέφει τις ερωτήσεις, σε εγκαλεί να πάρεις θέση πρακτικά και όχι θεωρητικά. Με τα λεγόμενα του αποδεικνύει ότι σχέσεις εξουσίας δημιουργούνται και «από τα κάτω» όταν δηλαδή η παθητικότητα «εξουσιοδοτεί» άλλους να δράσουν εξ ονόματος σου... Τροφή για σκέψη και προβληματισμό αλλά και γροθιά στο στομάχι η κριτική του: «πως μιλάτε για αλληλεγγύη όταν δεν είστε αλληλέγγυοι μεταξύ σας;»...
Δεκατρία χρόνια μετά και κάπου μπλέκονται οι αναμνήσεις και κυρίως η σειρά των γεγονότων. Σίγουρα όμως ακολουθούν δύο ακόμα εκδηλώσεις που παρακολουθώ και συμμετάσχω, στη Θεσσαλονίκη και στα Ν. Λιόσια, ένα συλλογικό τραπέζι προς τιμήν του Παππού και ένα αξέχαστο απόγευμα στην παιδική χαρά απέναντι από την «Ακακία» στους Αγ. Αναργύρους... Ατελείωτες εξιστορήσεις, με τις ώρες συζητήσεις και εκατοντάδες ερωτήσεις, αλλά και διάβασμα, και έτσι έννοιες όπως «όραμα», «συντροφικότητα», «κοινωνική επανάσταση», «αυτοδιαχείριση» κοκ αποκτούν άλλη βαρύτητα και σημασία... Και το μικρόβιο της ιστορικής ανάγνωσης εκκολάπτεται ήδη...
Για την ιστορία και για όσους δεν είχαν την τύχη να τον γνωρίσουν το πραγματικό όνομα του Abel Paz είναι Diego Camacho. Ωστόσο είναι περισσότερο γνωστός με το επαναστατικό του ψευδώνυμο με το οποίο άλλωστε υπέγραψε και τα βιβλία που εξέδωσε. Γεννήθηκε στις 12 Αυγούστου του 1921 στην Almeria ενώ με την οικογένειά του εγκαταστάθηκαν στη Gracia της Βαρκελώνης το 1929. Έξι χρόνια αργότερα και με το που άρχισε να δουλεύει έγινε και μέλος της CNT, ενώ τον Ιούλη του 1936 με το ξέσπασμα της κοινωνικής επανάστασης κατατάσσεται στη “Φάλαγγα Ντουρούτι”. Μαζί με άλλους συντρόφους από την γειτονιά της Gracia ιδρύουν την αναρχική ομάδα «Κιχώτες του Ιδανικού» με κύριο σκοπό την υπεράσπιση των επαναστατικών αρχών της Αναρχίας. Πολεμάει επίσης στο μέτωπο της Αραγωνίας ενώ συμμετέχει και στα γεγονότα της Βαρκελώνης τον Μάη του 1937. Με την πτώση της Καταλωνίας τον Γενάρη του 1939 καταφεύγει εξόριστος στη Γαλλία όπου και κρατείται σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Κατόπιν παίρνει μέρος τόσο στο γαλλικό αντάρτικο ενάντια στους ναζί όσο και στην αντιδικτατορική δράση στην Ισπανία –πράγμα που του στοιχίζει αμέτρητες ποινές και φυλακίσεις. Γράφει κυρίως βιωματικά βιβλία ωστόσο μένει στην ιστορία για την συγγραφή της βιογραφίας του Μπουαναβεντούρα Ντουρρούτι. Αμετανόητα αναρχικός “από τα γεννοφάσκια του” όπως του αρέσει να λέει, ανατρεπτικός και καυστικός, μέχρι πρόσφατα συμμετέχει σε κοινωνικές εκδηλώσεις και βρίσκεται διαρκώς σε επαφή με αγωνιστές και κινήματα.
[ συνεχίζεται... ]
.
4 σχόλια:
Ωραία φωτογραφία. Και ωραίος αποχαιρετισμός. Adeu company...Adios compañero...
Εκπληκτική όσο και εξίσου βιωματική αναφορά στον ¨Παππού¨ στο ¨παγκάκι¨
http://aimof.blogspot.com/2009/04/blog-post.html
«... Μέσα από συζητήσεις, ο καθένας μπορεί να προσεγγίσει την πραγματικότητα της κατάστασης του. Και η ουσία των συνθηκών στις οποίες ζούμε είναι ότι είμαστε σκλάβοι. Στον πολιτισμό στον οποίον ζούμε δεν αποκαλούμαστε βέβαια σκλάβοι. Όμως στην πραγματικότητα αναπαράγουμε το σύστημα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Υπάρχουν σκλάβοι και απελεύθεροι. Πρέπει να δουλέψεις τριάντα, σαράντα χρόνια και ύστερα γίνεσαι απελεύθερος. Αν κάνουμε μερικές συγκρίσεις βλέπουμε ότι η κατάσταση δεν είναι διαφορετική. Ίσως μάλιστα οι σκλάβοι στην αρχαία Ρώμη να ζούσαν και καλύτερα. Ο σκλάβος δεν ήταν μισθωτός. Του παρείχαν στέγη, φαγητό, αν ήταν άρρωστος του παρείχαν περίθαλψη γιατί ήταν παραγωγικό αντικείμενο και έπρεπε να συντηρείται σε καλή κατάσταση για να αποδίδει. Τώρα είναι ακόμα χειρότερα, σου δίνουν ένα μισθό και πρέπει να φροντίσεις μόνος σου για όλα αυτά. Σου παραχωρούν και κάποιες ελευθερίες. Αλλά τι είναι αυτές οι ελευθερίες; Είναι επιπλέον αλυσίδες που σε σκλαβώνουν περισσότερο. Οι άνθρωποι αποδέχονται τις καταστάσεις με μια στάση δουλοπρέπειας, υποταγής. Αυτή η εθελοντική σκλαβιά είναι το στήριγμα της εξουσίας. Αν ο κόσμος δεν πλήρωνε, για παράδειγμα, τους φόρους, τι θα έκανε το κράτος; Αν κανείς δεν παρουσιάζονταν για να κάνει τη στρατιωτική του θητεία, τι θα έκαναν οι στρατηγοί; Πρέπει όλοι να καταλάβουν ότι σε αυτή τη ζωή ήρθαμε για να είμαστε ελεύθεροι, όχι για να ζούμε σαν σκλάβοι. Ολόκληρος ο τρόπος που μας μαθαίνουν να αντιμετωπίζουμε τη ζωή, είναι μια απάτη. Είσαι υποχρεωμένος να αγοράσεις ένα σπίτι, ένα αυτοκίνητο, να κάνεις οικονομίες, όλα αυτά είναι μια απάτη. Σου κλέβουν το χρόνο της απόλαυσης, της χαράς. Δεν μπορείς να επιχειρήσεις την ικανοποίηση των επιθυμιών σου, γιατί τις επιθυμίες σου τις δολοφονούν. Πρέπει να συζητάμε με όλους τους ανθρώπους για όλα αυτά τα ζωτικά προβλήματα που υπάρχουν στις κοινωνίες μας. Μετά από οκτώ ή δέκα ώρες δουλειάς, όταν επιστρέφουν στο σπίτι, τι κάνουν με τον ή την σύντροφο τους, τι κάνουν με τα παιδιά τους; Είναι ευτυχισμένοι; Για τέτοια πράγματα πρέπει να συζητάμε, για την προσωπική ζωή των ανθρώπων. Είναι ο μοναδικός τρόπος για να μπορέσουν οι άνθρωποι να καταλάβουν ότι ζούμε σε μια συνεχή σκλαβιά. Είναι εύκολο αυτό, αν καταλάβεις τον τρόπο είναι πολύ εύκολο. Βέβαια δεν είναι εύκολο αν περιπλέκεις τα πράγματα με πολλές αναλύσεις. Αλλά στην πραγματικότητα, είναι εύκολο. Όμως γιατί μου τα ρωτάτε αυτά τα πράγματα, σίγουρα μπορείτε να τα σκεφτείτε από μόνοι σας... «
- Είναι γιατί οι απόψεις ορισμένων ανθρώπων έχουν μια συγκεκριμένη βαρύτητα, ορισμένοι άνθρωποι είναι ζωντανή ιστορία...
» Και εσείς δεν είστε ζωντανή ιστορία; Κοιτάξτε, αν υπάρχει κάτι που πρέπει να ξεχωρίζει τους αναρχικούς από τους υπόλοιπους ανθρώπους, είναι ότι οι αναρχικοί δεν δέχονται να ζουν περιφέροντας ένα νεκρό σώμα, πρέπει να είναι όσο πιο ζωντανοί γίνεται, η τέχνη για να αγωνίζεσαι ενάντια σε όλα αυτά είναι να φροντίζεις ώστε το αίμα σου πάντα να βράζει. Ο κόσμος ζει σα νεκρός, οι άνθρωποι δεν έχουν σχέσεις μεταξύ τους. Πρέπει πάντα να αντιστέκεσαι, κάθε στιγμή να αντιστέκεσαι σε αυτά που σε καταστέλλουν.»
(Άλφα, 24-2-96)
Αναρχική Ομάδα «Οι Κιχώτες του Ιδανικού»
Σύμφωνα με τον Άμπελ Παζ
Ο Άμπελ Παζ, από τους ιστορικούς του ισπανικού αναρχικού κινήματος, θυμάται για την ομάδα αυτή του 1936.
Όταν εκδηλώθηκε το πραξικόπημα ο Αντόνιο Σαρράου, ο πατέρας του Λιμπέρτο, υπέφερε από μια κρίση ρευματικών και του ήταν αδύνατο να κινηθεί. Τις πρώτες μέρες της επανάστασης τις πέρασε στο κρεβάτι και γι’ αυτό τον επισκέπτονταν πολλοί σύντροφοι που έμεναν άφωνοι βλέποντας τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσε. Στο σπίτι δεν υπήρχε ούτε ηλεκτρικό, ούτε υγραέριο. Υπήρχε μόνο μια βρύση που χρησιμοποιούνταν για όλες τις σχετικές ανάγκες της οικογένειας. Όσο για έπιπλα... ο Αντόνιο κοιμόταν σε ένα αχυρόστρωμα στο πάτωμα. Μπροστά σε αυτό το θέαμα, οι σύντροφοι της γειτονιάς Gracia αποφάσισαν να μεταφέρουν την οικογένεια σε ένα από τα πολλά σπίτια που είχαν εγκαταλείψει οι αστοί στη φυγή τους. Το σπίτι βρισκόταν, αν θυμάμαι καλά, στην οδό Breton de los Herreros.
Από κείνη τη στιγμή ο Λιμπέρτο συμμετείχε περισσότερο στις δραστηριότητες της γειτονιάς Gracia απ’ ότι στο Clot. Η ελευθεριακή νεολαία της Gracia είχε καταλάβει ένα καθολικό κέντρο στην οδό Magdalena, στη γωνία με την Trilla. Ο δρόμος μετονομάστηκε σε «οδό Εξεγερμένων» και το νέο της όνομα γράφτηκε παντού με πίσσα, με αποτέλεσμα να μην σβήσει με το πέρασμα του χρόνου. Βασική αρετή ενός καλού πίνακα: να είναι ανεξίτηλος.
Το Αθήναιο στην οδό Εξεγερμένων έμοιαζε με το δικό μας στο Clot. Η μόνη διαφορά ήταν ότι το δικό μας βρισκόταν σε όροφο, ενώ αυτό ήταν ισόγειο. Και τα δύο ήταν πολύ ευρύχωρα και διέθεταν αίθουσα θεάτρου, που η θεατρική ομάδα του Αθήναιου της Gracia αξιοποιούσε περίφημα, ανεβάζοντας πολύ καλές θεατρικές παραστάσεις.
Στη Gracia, όπως και στα υπόλοιπα Αθήναια, υπήρχε ένας τύπος που ήταν ίδιος με τον δικό μας τον Ραμόν Χουβέ. Λάτρευε τα βιβλία και στο ζήτημα των αναρχικών ιδεών ήταν ιδιαίτερα απαιτητικός. Τον έλεγαν Iglesias και ήταν ιταλικής καταγωγής. Αυτός ο βιβλιοθηκάριος είχε καταφέρει να συγκεντρώσει μια εξαιρετική βιβλιοθήκη.
Η γειτονιά Gracia είχε μεγάλη αναρχική παράδοση που ξεκινούσε από τα μέσα του 19ου αιώνα, όταν ακόμα ήταν ένα χωριό έξω από τη Βαρκελώνη. Ήταν όμως στις δύο τελευταίες δεκαετίες που είχε αποκτήσει τη φήμη περιοχής με ακραίους αναρχικούς. Αυτό ήταν αποτέλεσμα της πολεμικής ανάμεσα στους αναρχοκομμουνιστές και τους αναρχοκολλεκτιβιστές. Σε αυτήν την πολεμική πρωτοστατούσαν δύο εφημερίδες που εκδίδονταν εκεί: η «Tierra y Libertad» («Γη και Ελευθερία», αναρχοκομμουνιστική) που είχε τα γραφεία της στο νούμερο 69 της οδού Torpente de las Floras και η «El Productor» («Ο Παραγωγός», αναρχοκολλεκτιβιστική) που τα γραφεία της βρίσκονταν στο τσαγκάρικο που δούλευε ο Leopoldo Bonafulla ή «Juan Esteve», στην πλατεία Diamante. Κατά περίεργη σύμπτωση, ο Martin Borras, η ψυχή της «Tierra y Libertad» ήταν επίσης τσαγκάρης.
Δεν θέλω ωστόσο να επεκταθώ στην αναρχική παράδοση της Gracia, θέλω απλώς να πω ότι οι ακραίες θέσεις που υιοθετούσαν το 1936 οι αναρχικές ομάδες και η ελευθεριακή νεολαία της γειτονιάς δεν είχαν πέσει από τον ουρανό. Έτσι είναι πιο εύκολο να αντιληφθεί κανείς τη γιορτή που οργανώθηκε γύρω από το άγαλμα του στρατηγού Prim.
Όπως μου είπε ο Λιμπέρτο, είχε προηγηθεί η ελευθεριακή νεολαία της Reus, όπου είχαν αφαιρέσει το σπαθί από το χέρι του αγάλματος του στρατηγού, αφήνοντας τον Prim με την γροθιά υψωμένη στον ουρανό. Αυτό όμως που πραγματικά χρειαζόταν ο στρατηγός ήταν μια βολτούλα. Έτσι στήθηκε η γιορτή. Βρήκαμε ένα πολύ δυνατό φορτηγό, πήραμε αρκετά μέτρα ατσαλόσχοινο και πήγαμε, με τη μορφή παρέλασης, στο πάρκο. Δέσαμε γερά το άλογο στο βάθρο και αρχίσαμε να τραβάμε με το φορτηγό το άγαλμα του στρατηγού που μετά από λίγο υποχρεώθηκε να ξεκαβαλικεύσει. Ήταν από μπρούντζο. Το φορτώσαμε στο φορτηγό και πήγαμε στο χυτήριο «Can Girona», στο Pueblo Nuevo. Ο μπρούντζος ήταν απαραίτητος για το πολεμικό υλικό που τόσο πολύ χρειαζόμασταν.
Στις έντονες συζητήσεις που κάναμε με τους συντρόφους της Gracia, κυριαρχούσε ως θέμα η ρεφορμιστική γραμμή που όλο και περισσότερο υιοθετούσαν οι επιτροπές της CΝΤ και της FΑΙ. Ο Λιμπέρτο σκέφτηκε να ιδρύσουμε μια αντιπολιτευόμενη ομάδα. Ο Λιμπέρτο πάντα ήθελε να ιδρύουμε ομάδες και πριν από τον πόλεμο είχαμε ιδρύσει άλλη μια που, δεν ξέρω γιατί, την είχαμε ονομάσει «Γεωργία» (πρώιμη οικολογία;). Ήταν περισσότερο ένα αστείο, όμως τώρα τα πράγματα ήταν σοβαρά. Έπρεπε να οργανώσουμε μια αντίσταση στις ανώτερες επιτροπές που θα επέτρεπε στη βάση να συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε.
Ίσως να είχαμε ήδη αργήσει. Πάντως βρισκόμασταν στις αρχές του Σεπτέμβρη, η επαναστατική φλόγα μπορεί να είχε ελαττωθεί, αλλά δεν είχαμε ακόμα ούτε χάσει ούτε κερδίσει, δηλαδή τίποτα δεν είχε κριθεί.
Πολλές φορές σκέφτομαι πώς φτάσαμε εκεί που φτάσαμε. Εννοώ τα στραβοπατήματα που έκαναν η CΝΤ και ο αναρχισμός από τις πρώτες κιόλας μέρες.
Το πρώτο λάθος ήταν η συγκρότηση της Κεντρικής Επιτροπής Πολιτοφυλακών, με τον τρόπο μάλιστα που έγινε αυτό. Οι επιτροπές και ένας αριθμός από επώνυμους αγωνιστές αντικατέστησαν τη βάση και έδρασαν στο όνομα της χωρίς να την συμβουλευτούν. Όλα όσα ειπώθηκαν ή γράφτηκαν για κάποια περιφερειακή ολομέλεια που πήρε τις αποφάσεις, είναι ανακριβή. Εκείνη την ημέρα όχι μόνο δεν υπήρξε, αλλά ούτε και θα μπορούσε να έχει υπάρξει μια τέτοιου είδους συνάντηση. Η αλήθεια είναι ότι η απόφαση πάρθηκε από μια ομάδα αγωνιστών που αντικατέστησαν τη βάση.
Εάν είχε ερωτηθεί η βάση της CΝΤ και της FΑΙ τι θα απαντούσε; Δεν το γνωρίζω. Αυτό που ξέρω όμως είναι ότι η ομοσπονδιακή πρακτική είχε καταστρατηγηθεί και έτσι είχε επιβληθεί ένα διευθυντήριο που ακύρωνε τον αναρχισμό.
Γιατί η βάση της CΝΤ και της FΑΙ δεν αντέδρασε παραμερίζοντας όσους δεν σεβάστηκαν την αρχή της εκπροσώπησης; Για να απαντηθεί αυτή η ερώτηση πρέπει να ρίξουμε μια ματιά στην πορεία της CΝΤ από το 1931 έως το 1936. Εκείνη την εποχή αναπτύχθηκε στη CΝΤ ένας αριθμός «φυσικών ηγετών». Είναι ένα είδος ηγετών που χρειάζεται μελέτη, γιατί δεν αποκόμιζαν κανένα όφελος, δεν είχαν προνόμια, μόνο υποχρεώσεις. Ο φυσικός ηγέτης έπρεπε να ξυπνάει στις έξι το πρωί και αφού εκπλήρωνε τη βάρδια του στη μισθωτή σκλαβιά, είχε να κάνει ένα βουνό από δουλειές για την οργάνωση. Του έδιναν σωρούς από προπαγανδιστικό υλικό χωρίς περισσότερη βοήθεια από ένα «κάνε ό,τι μπορείς» και στη συνέχεια του ζητούσαν και το λόγο γι’ αυτό το «ό,τι μπορείς». Σταδιακά, η οργάνωση δεν τον αντιμετώπιζε σαν ένα πρόσωπο, αλλά σαν ένα όργανο. Απαιτούνταν η υπευθυνότητα του αγωνιστή, ο οποίος, στο όνομα αυτής της υπευθυνότητας, έπρεπε να αποδέχεται τις αποφάσεις της οργάνωσης. Στην ουσία λειτουργούσαν με τη μεθοδολογία ενός κόμματος. Χωρίς όμως να είναι κόμμα. Όλα αυτά είναι δύσκολο να αναλυθούν και να κατανοηθούν. Πάντως, στη βάση όλων αυτών, υπήρχε η εμπιστοσύνη στην ακεραιότητα του αγωνιστή. Όσο πιο γνωστός, τόσο περισσότερη εμπιστοσύνη.
Στις 20 Ιούλη του 1936 συγκροτήθηκε η Κεντρική Επιτροπή των Πολιτοφυλακών, κάτω από συνθήκες ήδη γνωστές και γι’ αυτό δεν θα τις επαναλάβω. Η σημασία της δημιουργίας της έγινε αντιληπτή από πολύ λίγους συντρόφους, οι περισσότεροι ούτε καν το ήξεραν ή, καλύτερα, τους φαινόταν σαν μια ακόμα από τις πολλές επιτροπές που είχαν σχηματιστεί. Το ζήτημα προέκυψε μόλις στις 3 Αυγούστου, όταν πράγματι συγκαλέστηκε μια περιφερειακή ολομέλεια. Σε εκείνη τη συνάντηση, η Περιφερειακή Επιτροπή της CΝΤ ανέλαβε την ευθύνη για τη συμφωνία και τα μέλη της έθεσαν τον εαυτό τους στη διαθεσιμότητα της οργάνωσης. Το ίδιο έκαναν και. όσοι συμμετείχαν στην Κεντρική Επιτροπή των Πολιτοφυλακων: οι Γκαρθία Ολιβέρ, Ντιέγκο Αμπάδ ντε Σαντιγιάν, Αουρέλιο Φερνάντεθ, Μάρκος Αλκόν, Ρικάρντο Σανθ, ο Άσενς και νομίζω ότι ήταν κι ένας ακόμα. Η διατήρηση των προαναφερθέντων στις θέσεις τους, αυτόματα σήμαινε και αποδοχή της συμφωνίας. Η κατάσταση πλέον δεν είχε επιστροφή: ή θα γινόταν αποδεχτή η Κεντρική Επιτροπή των Πολιτοφυλακών ή όλα θα αναποδογύριζαν. Ίσως το δεύτερο να ήταν το καλύτερο, μια και η επανάσταση μας είχε ουσιαστικά ήδη ηττηθεί, αφού δεν είχε βρει ανταπόκριση στο διεθνές προλεταριάτο. Όμως προ των πυλών βρισκόταν ο Αττίλας του πολέμου και έτσι η επανάσταση συγχωνεύτηκε με τον πόλεμο. Στο εξής θα αντιλαμβανόμασταν τα δύο πράγματα σαν ένα. Βλέποντας τα πράγματα με χρονική απόσταση, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι αυτό δεν ίσχυε με κανέναν τρόπο στο πολιτικό συνονθύλευμα που συγκροτούσε το Λαϊκό Μέτωπο.
Αυτή ήταν σε γενικές γραμμές ή κατάσταση, όταν ο Λιμπέρτο μου πρότεινε να σχηματίσουμε μια ομάδα για να υπερασπιστούμε το ιδανικό της αναρχίας και να πολεμήσουμε, ξεσκεπάζοντας τον, τον ρεφορμισμό που είχε αρχίσει να διαποτίζει το ελευθεριακό κίνημα.
Συζητήσαμε με τον Federico Arcos, ένα νέο μηχανικό που μας είχε προσεγγίσει από τις 19 Ιούλη και αυτός συμφώνησε να μπει στην ομάδα. Από εκείνη τη στιγμή σχηματίσαμε μια τριάδα.
Ο Λιμπέρτο μας είπε ότι στη Gracia είχε γνωρίσει συντρόφους με τους οποίους είχε συζητήσει πολύ και θεωρούσε πως ήταν έτοιμοι να μπουν στην ομάδα μας. Συμφωνήσαμε να συναντηθούμε όλοι οι ενδιαφερόμενοι στο κτίριο της ελευθεριακής νεολαίας της Gracia.
Ανάμεσα στους συγκεντρωμένους βρισκόταν ο Tomas Garcia (που στο μέλλον θα γινόταν πασίγνωστος από τα κείμενα του ως «Victor» Garcia).
Είχε γεννηθεί το 1919 στη Mequinenza, αλλά είχε μεγαλώσει στη Βαρκελώνη και συγκεκριμένα στη Gracia. Όταν ήταν μικρός έπαιζε μπάλα στην πλατεία Raspall, όπου ζούσε με τη μητέρα του. Παρά τη νεαρή του ηλικία και το γεγονός ότι δούλευε χρόνια σε ένα υφαντουργeίο, ήταν πολύ μορφωμένος. Νομίζω ότι παρακολουθούσε νυχτερινά μαθήματα στο «Σχολείο Εργατών». Εκεί πρέπει να τον γνώρισε ο Λιμπέρτο.
Ήρθαν επίσης ο Antonio Torralba και ο Jose Gonzalvez που ήταν ξαδέλφια, δεκαεφτάχρονοι και οι δυο τους. Ο πρώτος ήταν βιομηχανικός σχεδιαστής και ο δεύτερος δούλευε σε ένα υφαντουργείο και τον ενδιέφερε πολύ η ρώσικη λογοτεχνία. Ήξερε απ’ έξω τους κλασικούς της συγγραφείς Γκόγκολ, Αντrέγιεφ, Τουργκένιεφ, κλπ.
Η Margarira Pares ήταν η μεγαλύτερη από όλους μας. Εργάτρια σε υφαντουργείο και αγωνίστρια της CΝΤ από τα δεκατέσσερά της, όταν άρχισε να δουλεύει ως μαθητευόμενη. Το 1936 είχε εξειδικευμένο πόστο στο εργοστάσιο. Ήταν πραγματικά αυτοδίδακτη. Είχε μάθει μόνη της να διαβάζει και μόνη της πάλι είχε αναπτύξει τους λογοτεχνικούς της ορίζοντες. Ήταν καλλιτεχνική ψυχή. Έγραφε αυθόρμητα ποιήματα που θύμιζαν την τρυφερότητα του Ruben Dario.
Έπειτα ήταν ο Juan, που δεν θυμάμαι το επίθετό του. Ήταν 22 χρονών, με μια αναπηρία στο ένα πόδι. Σκιτσογράφος, εξαιρετικός σκιτσογράφος. Αυτός σχεδίασε το λογότυπο της εφημερίδας «Ο Κιχώτης» που κυκλοφορήσαμε αργότερα.
Αυτοί ήμασταν που ιδρύσαμε την αναρχική ομάδα «Οι Κιχώτες του Ιδανικού». Το όνομα ήταν ελκυστικό και περιέγραφε καλά αυτό που αισθανόμασταν, όλοι μας στην άνοιξη της ζωής, ονειροπόλοι και ιδεαλιστές που προτιμούσαμε να δώσουμε τη ζωή μας, παρά να προδώσουμε τα ιδανικά μας.
Αμέσως προέκυψε το εξής ερώτημα: θα οργανωθούμε σαν ομάδα στη FΑΙ; Η ιδέα δεν άρεσε σε κανέναν. Ο Λιμπέρτο επιχειρηματολόγησε λέγοντας πως το να οργανωθούμε στη FΑΙ θα σήμαινε να ενσωματωθούμε σε ένα σύνολο που όλο και περισσότερο έχανε τον αναρχικό του χαρακτήρα και να εναρμονιστούμε με την κατεύθυνση του, πράγμα που ήταν αντίθετο με το σκοπό μας. Έπρεπε να είμαστε στην παρανομία. Να κινούμαστε συνεχώς και να κεντρίζουμε όπως οι σφήκες, δηλαδή να μένουμε πάντα στην αντιπολίτευση, το μοναδικό τρόπο για να δώσουμε μια ώθηση στον αναρχισμό. Όσα είπε ο Λιμπέρτο ήταν ίδια με αυτά που σκεφτόμασταν όλοι μας, γι’ αυτό δεχτήκαμε την πρότασή του.
Θέσαμε σα στόχο να βγάλουμε μια εφημερίδα, πράγμα που δεν ήταν εύκολο, γιατί έπρεπε να βρούμε ένα τυπογραφείο που να την τυπώνει παράνομα και να μας προμηθεύει χαρτί.
Εγώ και ο Λιμπέρτο ξέραμε ένα σύντροφο τυπογράφο που ζούσε στο Clot, στην οδό de Ribas Ήταν ένας παλιός τυπογράφος. Είχε μια μηχανή Minerva και τύπωνε προκηρύξεις, προγράμματα εκδηλώσεων κλπ. Τον επισκεφτήκαμε και δέχτηκε να μας βοηθήσει. Εκεί τυπώσαμε τα πρώτα μας κείμενα: φέιγ-βολάν με μεγάλα γράμματα που κατάγγελλαν τους αντεπαναστατικούς ελιγμούς που ήδη είχαν αρχίσει να εκδηλώνονται.
* Περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Άμπελ Παζ «Ταξίδι στο Παρελθόν» (σελ. 63-70) που μεταφράστηκε και εκδόθηκε στα ελληνικά από την εκδοτική ομάδα της αναρχικής εφημερίδας «Άλφα» τον Ιούνη του 1996.
Δημοσίευση σχολίου