Το τέλος του πολέμου δημιούργησε συνθήκες γρήγορου πλουτισμού για τους εμπόρους του Λονδίνο και του Μπρίστολ. Η απελευθέρωση του δουλεμπορίου και η αποστράτευση χιλιάδων ναυτών σήμαιναν ότι παρά την τεράστια επέκταση του το θαλάσσιο εμπόριο δεν μπορούσε να εξαντλήσει το πλεόνασμα εργατικών χεριών. Αυτό σήμαινε ότι οι εργοδότες, στην αναζήτηση ολοένα και μεγαλύτερων κερδών, μπορούσαν να συμπιέζουν τους μισθούς και να χειροτερεύουν τις συνθήκες της ζωής εν πλω σε αβάσταχτα επίπεδα. Η ζωή στα καράβια δεν ήταν ποτέ εύκολη και ένα πολεμικό πλοίο δεν ήταν ποτέ μέρος για τους αδύναμους, αλλά οι ναυτικοί ήξεραν ότι η ζωή δεν είχε υπάρξει ποτέ χειρότερη. Η κτηνωδία στα δουλεμπορικά δεν περιορίζονταν μόνο στο «εμπόρευμα» - το πλήρωμα αντιμετώπιζε θνησιμότητα της τάξης του 30% ή παραπάνω σε κάθε ταξίδι. Η αντιμετώπιση του πληρώματος από τον καπετάνιο αντανακλούσε το απλό γεγονός ότι κάθε απώλεια σκλάβου ήταν απώλεια πιθανού κέρδους, ενώ κάθε απώλεια ναυτικού σήμαινε οικονομία στους μισθούς. Πέρα από την διαρκή απειλή του πνιγμού, οι ναυτικοί αντιμετώπιζαν αρρώστιες, κατάσταση που επιδεινώνονταν από την κακή διατροφή και την έλλειψη κάθε υγιεινής και τη διαρκή απειλή χρήσης βίας ανάλογα με τα κέφια των πλοιάρχων, που κυβερνούσαν τα πλοία σαν θεοί, δικαστές, ένορκοι και συχνά εκτελεστές. Η ζωή του ναυτικού ήταν δεινή, κτηνώδης, σύντομη και άθλια.
Ακριβώς όπως ο καπιταλισμός σε όλη του τη κτηνωδία γεννήθηκε από αυτό το βρωμερό εμπόριο, έτσι και οι ναυτικοί ήταν οι πρώτοι που αντιστάθηκαν στις συνέπειες του. Παύσεις εργασίας, επιβραδύνσεις, σαμποτάζ και απεργίες χρησιμοποιήθηκαν από τους ναυτικούς στη διάρκεια του ταξικού τους πολέμου ενάντια στους πλοιάρχους και τους καπετάνιους.
Αυτές οι συνθήκες οδήγησαν πολλούς να βρουν την εναλλακτική λύση της εξέγερσης και της ανταρσίας και η πειρατεία έγινε μια ελκυστική επιλογή. Για τους άντρες που αντιμετώπιζαν την απειλή του θανάτου και του ακρωτηριασμού σε καθημερινή βάση, η βεβαιότητα της συνάντησης με την αγχόνη του δήμιου δεν ήταν ιδιαίτερα αποτρεπτική. Ο πειρατής γελούσε κατάφατσα στο Θάνατο και διάλεγε μια σύντομη αλλά και εύθυμη ζωή.
Οι ναυτικοί που έγιναν πειρατές δεν το έκαναν μόνο εξαιτίας των μαρτυρίων που υπέφεραν – από τους δεκάδες χιλιάδες ναυτικούς που δούλεψαν στο εμπόριο του Ατλαντικού, μόνο μια μειοψηφία (όχι μεγαλύτερη από 4,000) στράφηκε στην πειρατεία – αλλά και για το όραμα της ελευθερίας που η ζωή του πειρατή παρείχε.
Κάθε ανταρσία ακολουθούσε παρεμφερές μοτίβο: μόλις κατέβαλαν τους αξιωματικούς του πλοίου και τους νομιμόφρονες ναύτες, οι εξεγερμένοι οργάνωναν συνέλευση όλου του πληρώματος. Στη διάρκεια της συνέτασσαν τα Άρθρα, τους κανόνες του πλοίου και εξέλεγαν τους αξιωματικούς. Τα Άρθρα ακολουθούσαν ορισμένους κοινούς κανόνες:
- Φροντίδα σ’ όσους θα τραυματίζονταν εν πλω ή στη μάχη (μια από τις πιο τολμηρές ενέργειες του περιβόητου πειρατή Εντουαρντ Τίτς, γνωστού και ως Μαυρογένη, ήταν ο αποκλεισμός του Λιμανιού του Τσάρλεστον: όχι όπως θα περίμενε κανένας για ποτό ή για χρυσάφι αλλά για να βρει φάρμακα για τα άρρωστα μέλη του πληρώματός του).
- Περιορισμός της εξουσίας των εκλεγμένων αξιωματικών: ο καπετάνιος είχε τον έλεγχο του σκάφους μόνο στη διάρκεια καταιγίδας ή στη μάχη. Οποτεδήποτε άλλοτε η εξουσία βρίσκονταν στα χέρια του συμβουλίου του πλοίου, το οποίο αποτελούσαν όλοι οι παλιοί πειρατές – οι νεοσύλλεκτοι δεν συμμετείχαν μέχρι ν’ αποδείξουν την αξία τους – συνήθως στη μάχη.
Όταν οι πειρατές χτύπαγαν ένα εμπορικό πλοίο η πρώτη τους ενέργεια ήταν να υψώσουν τον Τζόλυ Ρότζερ, την πειρατική σημαία. Μ’ αυτήν ξεκινούσε η ψυχολογική επίθεση, ενημερώνοντας τους ναυτικούς ότι κάθε αντίσταση σήμαινε θάνατο. Ήταν τόσο συχνό το φαινόμενο καπετάνιοι να μη μπορούν να προβάλουν αντίσταση επειδή τα πληρώματά τους, απλά σταύρωναν τα χέρια που το Κοινοβούλιο αποφάσισε ότι η άρνηση αντίστασης στους πειρατές ήταν έγκλημα τιμωρητέο με θάνατο. Παρά τη φήμη τους, οι ίδιοι οι πειρατές προτιμούσαν να αποφύγουν με κάθε τρόπο τη μάχη και η πιθανότητα να καταλάβουν ένα πλοίο καθαρά ήταν πολύ προτιμότερη.
Μόλις πατούσαν στο κατάστρωμα, οι πειρατές συγκέντρωναν το πλήρωμα του σκάφους κι έφερναν μπροστά τους τους αξιωματικούς. Τα μέλη του πληρώματος καλούνταν να μιλήσουν υπέρ ή κατά του καπετάνιου και του επιτελείου του: η μαρτυρία τους θα καθόριζε την τύχη του καπετάνιου και του πλοίου. Καλοί ή συμπονετικοί καπετάνιοι όχι μόνο έμεναν ζωντανοί μετά το τέλος της πειρατικής επίθεσης αλλά πολύ συχνά διατηρούσαν και τη διακυβέρνηση του πλοίου με το περισσότερο εμπόρευμα άθικτο, εκτός βέβαια από κάθε ίχνος οινοπνεύματος, νωπών τροφίμων, χρυσού και ασημιού.
Ένας κακός ή βίαιος καπετάνιος όμως θα πρέπει να ήταν πολύ τυχερός για να γλιτώσει τη ζωή του, ενώ οτιδήποτε οι πειρατές δεν μπορούσαν να πάρουν ή να χρησιμοποιήσουν το έκαιγαν μαζί με το σκάφος.
Η τελευταία ενέργεια πριν την αναχώρηση των πειρατών ήταν η έκκληση για εθελοντές. Σπάνια υπήρχε πλοίο στο οποίο να μη βρίσκονταν ένας ή περισσότεροι πιθανοί πειρατές.
Ο σκοπός κάθε πειρατή ήταν μια σύντομη, πλην όμως εύθυμη, ζωή, και οι πειρατές αναζητούσαν κάθε παρηγοριά όποτε μπορούσαν. Το κυνήγι οινοπνεύματος ήταν διαρκές. Παρόλο που τα εμπορικά και τα πολεμικά πλοία δε φημίζονταν για την νηφαλιότητα τους– τα πλοία του Νέλσωνα περιγράφονταν σαν άσυλα χρόνιων αλκοολικών – η όρεξη των πειρατών για οινόπνευμα κατά καιρούς τους δημιουργούσε μεγάλους μπελάδες. Δεν ήταν λίγα τα πλοία που τσακίστηκαν σε ύφαλους ή αιχμαλωτίστηκαν επειδή το πλήρωμα ήταν τόσο πιωμένο που δεν μπορούσε να κουμαντάρει το πλοίο ή να πολεμήσει.
Οι κουρσάροι του 17ου αιώνα είχαν ακολουθήσει την πρακτική του matelotage (ματελοτάζ) – μια σχέση κοινής ιδιοκτησίας και ευθύνης ανάμεσα σε δύο άνδρες – και οι πειρατές συνέχισαν αυτή τη φιλελεύθερη στάση απέναντι στην ομοφυλοφιλία. Στο Βασιλικό Ναυτικό της εποχής, για το οποίο είχε γραφεί ότι διοικείται από το « Ρούμι, το Σοδομισμό και το Μαστίγιο», η ομοφυλοφιλία ήταν τιμωρητέα με θάνατο. Σ’ ένα πειρατικό σκάφος η αγάπη ήταν αποδεκτή οπουδήποτε μπορούσε να βρεθεί.
Οι γυναίκες έπαιξαν έναν απειροελάχιστο ρόλο σ’ αυτόν τον εξαιρετικά ανδροπρεπή κόσμο, αλλά ο Ράντικερ, που διηγείται την ιστορία των διάσημων γυναικών πειρατών, της Αν Μπόνυ και της Μαίρη Ριντ, αμφισβητεί την άποψη των αστών ιστορικών ότι οι γυναίκες ήταν μόνο θύματα ή πόρνες. Αποδεικνύει ότι, τουλάχιστον σ’ ένα πλοίο, η «κακοποίηση γυναικών χωρίς τη συγκατάθεσή τους» απαγορεύονταν από το Άρθρα και τιμωρούνταν με θάνατο.
Παρόλο που πολλοί πειρατές είχαν υπηρετήσει στο πέρασμα του Ατλαντικού και κατά συνέπεια είχαν συμμετάσχει στο δουλεμπόριο, οι πειρατές επεδείκνυαν αξιοπρόσεκτα ελάχιστη από τη φυλετική προκατάληψη η οποία αναπτύσσονταν εκείνη την εποχή για να δικαιολογήσει το δουλεμπόριο. Παρόλο που πειρατές άρπαζαν και μεταπουλούσαν φορτία δούλων, μαύροι πρώην δούλοι αποτελούσαν σημαντικό μέρος των πειρατικών πληρωμάτων (πάνω από 40% του πληρώματος του Μαυρογένη ήταν μαύροι). Οι πειρατές συχνά αυτοαποκαλούνταν maroons, αντιγράφοντας το όνομα που χρησιμοποιούσαν οι ομάδες δραπετών δούλων της Τζαμάϊκα . Σε μια περίπτωση, αναφέρει ο Μάρκους, πειρατές ξανάδωσαν τον έλεγχο ενός δουλεμπορικού στον καπετάνιο του, αφού πρώτα έσπασαν όλες τις αλυσίδες και μοίρασαν στους δούλους μαχαίρια. Προφανώς το ότι ο καπετάνιος και το «φορτίο» του θα μπορούσαν να συζητήσουν την αντίστοιχη κατάσταση τους σε μια πιο ισότιμη βάση θα ικανοποίησε το αίσθημα δικαιοσύνης των πειρατών.
Εν τέλει, η απειλή στα κέρδη του δουλεμπορίου που αντιπροσώπευαν οι πειρατές ήταν αυτή που καθόρισε την τύχη τους. Οι ακτές τόσο της Αφρικής όσο και της Αμερικής κατακλύστηκαν από πολεμικά πλοία. Οι πειρατές κυνηγήθηκαν και κρεμάστηκαν κατά δεκάδες. Οι ίδιοι οι πειρατές αντέδρασαν στην κρατική τρομοκρατία με τη δική τους τρομοκρατία. Έμποροι κάηκαν, πόλεις που κρέμασαν πειρατές γνώρισαν τον αποκλεισμό. Οι πειρατές αρνήθηκαν να παραδοθούν και ορκίστηκαν να τιναχτούν με τα πλοία τους παρά να αφεθούν να συλληφθούν. Αλλά η ώρα τους είχε φτάσει και οι φθίνουσες συμμορίες πειρατών είτε σκόρπισαν είτε σκοτώθηκαν πολεμώντας ή στο ικρίωμα.
Οι πειρατές αυτοί, αντιμέτωποι μ’ ένα κόσμο γεμάτο φρίκη και κτηνωδία, εξεγέρθηκαν κι αμφισβήτησαν τις συμβάσεις για τις τάξεις, τη φυλή και το φύλο. Γελώντας στα μούτρα της εξουσίας όπως είχαν γελάσει στα μούτρα του θανάτου, με την εξέγερσή τους δημιούργησαν μια εναλλακτική στη βλοσυρή υποκρισία των νοικοκύρηδων, η οποία συνεχίζει να δίνει ελπίδα και να εμπνέει τριακόσια χρόνια αργότερα.
[ Π² ]