24/2/09

MASSILIA



«Σαν έφτιαξε ο Θεός τη θάλασσα
τη χάρισε σε όλους ανεξαιρέτως»




Οι προπαππούδες, οι προπαππούδες μου
ήτανε κουρσάροι, ήταν πειρατές
τους τρέμανε οι βασιλιάδες κι οι κατακτητές
τους έτρεμαν έμποροι κι ιεροεξεταστές

Από τη Σαλαμίνα έως την Κορσική
απ’ την Πολυνησία έως την Καραϊβική
μια μελωδία, μια ιαχή πειρατική
μια μελωδία, μια ιαχή αντάρτικη:

Σαν έφτιαξε τη θάλα- τη θάλασσα ο Θεός
τη χάρισε σε όλους δεν είναι κανενός
τη χάρισε σε όλους μας δεν είναι κανενός
Σαν έφτιαξε τη θάλασσα ο Θεός

Και ‘μένα οι παππούδες, ‘μένα οι παππούδες μου
ήτανε ψαράδες ήταν ναυτικοί
οργώνανε τις θάλασσες σ’ ολόκληρη τη γη
σεργιάνιζαν τον κόσμο, ολόκληρη τη γη

Από τη Σαλαμίνα έως την Κορσική
απ’ την Πολυνησία έως την Καραϊβική
μια μελωδία, μια ιαχή πειρατική
μια μελωδία, μια ιαχή αντάρτικη:

Σαν έφτιαξε τη θάλα- τη θάλασσα ο Θεός
τη χάρισε σε όλους δεν είναι κανενός
τη χάρισε σε όλους μας δεν είναι κανενός
Σαν έφτιαξε τη θάλασσα ο Θεός

.

20/2/09

Πειρατικές Ιστορίες






Το απόγευμα της 26ης Ιουλίου 1726, ο Γουίλιαμ Φλάι ανέβηκε τα σκαλιά της κρεμάλας στη Βοστόνη. Σε αντίθεση με τους καταδικασμένους συντρόφους του, ο Φλάι δεν είχε δείξει κανένα φόβο μπροστά στη μοίρα που τον περίμενε. Οι μεγάλοι και τρανοί που είχαν μαζευτεί να δουν τον πειρατή να πεθαίνει δεν ένοιωθαν άνετα: ο Φλάι δεν έπαιζε τον πρέποντα ρόλο σ’ αυτό το ηθικολογικό δράμα. Αλλά, καθώς ο Φλάι πλησίασε στην αγχόνη, οι φόβοι τους, προς στιγμή, φάνηκαν αβάσιμοι. Ο Φλάι με έντονα τα σημάδια της αναστάτωσης, έδειχνε το βρόχο και φώναζε στο δήμιο. Αυτό μάλιστα. Ο Φλάι επιθεώρησε το σχοινί και το βρόγχο που σύντομα θα του περνούσαν γύρω απ’ το λαιμό του και με πραγματική οδύνη τα έβαλε με τον εκτελεστή του, τον οποίο κατηγόρησε ότι «δεν ήξερε γρι τη δουλειά του». Ευτυχώς για τον ερασιτέχνη δήμιο, ο Φλάι ήταν ναυτικός που ήξερε από κόμπους και προσφέρθηκε να μάθει στον υπάλληλο του δικαστηρίου πώς να φτιάξει σωστά τη θηλιά. Μετά, προς έκπληξη του πλήθους, ο Φλάι ξανάδεσε το βρόχο και όταν έδειξε ικανοποιημένος απ’ τη δουλειά του πληροφόρησε το πλήθος πως δεν φοβόταν το θάνατο, γιατί δεν είχε αδικήσει ποτέ του κανένα και γιατί ήταν λεβέντης.

Όταν έφτασε η στιγμή ν’ απευθύνουν οι φυλακισμένοι τις τελευταίες τους λέξεις στο πλήθος, οι τρεις συνάδελφοι του Φλάι έπαιξαν το ρόλο τους: οι καταδικασμένοι έπρεπε να συμπεριφερθούν σαν ηθικολογικά πρότυπα για την εκπαίδευση του πόπολου. Η άγραφη συμφωνία ήταν πως αν οι φυλακισμένοι καταδίκαζαν το οινόπνευμα και την έκλυτη ζωή, παραδέχονταν τα εγκλήματά τους, εξυμνούσαν την εκκλησία, τα δικαστήρια και τον βασιλιά, τότε υπήρχε μια μικρή πιθανότητα για αναστολή της τελευταίας στιγμής. Όταν όμως ήρθε η σειρά του, ο Φλάι δεν πήγε με τα νερά τους: καμιά έκκληση για χάρη, καμιά καλή κουβέντα για την αυλή ή το θεό ή το βασιλιά. Τουναντίον, το πλήθος, στο οποίο συνωστίζονταν ναυτικοί και αξιωματικοί, άκουσε την προειδοποίηση, «όλοι οι πλοίαρχοι να θυμούνται την τύχη του καπετάνιου που είχε σκοτώσει και να πληρώνουν τους ναυτικούς στην ώρα τους και να τους φέρονται καλύτερα, γιατί η βαρβαρότητα τους ήταν αυτή που έσπρωξε τόσους στην πειρατεία».

Σαν παιδί, μεγάλωσα γοητευμένος από τους πειρατές. Πάμπολλα βροχερά Σαββατιάτικα και Κυριακάτικα απογεύματα έγιναν υποφερτά με την υπόσχεση μιας πειρατικής ταινίας του Μπάζιλ Ράθμπον ή του Ερολ Φλυν. Τα γουέστερν με άφηναν τελείως αδιάφορο (τουλάχιστον μέχρις ότου ανακάλυψα, πολύ αργότερα, το Σέρτζιο Λεόνε). Αλλά οι πειρατές με είχαν συνεπάρει. Κι όχι μόνο στον κινηματογράφο: Η Νήσος του Θησαυρού και ο Ροβινσώνας Κρούσος ήταν από τα πρώτα βιβλία που με έκαναν ν’ αγαπήσω το διάβασμα. Καθώς μεγάλωνα όμως, μου ήταν όλο και πιο δύσκολο να διαβάζω για τους παλιούς μου ήρωες, καθώς οι ιστορικοί επέμεναν να μου λένε ότι οι πειρατές δεν ήταν τίποτε άλλο από κτήνη και οι αρχηγοί τους αιματοβαμμένοι ψυχοπαθείς, που όντας ένοχοι για κάθε είδους βίαιο έγκλημα ήταν άξιοι της τύχης τους.

Ο Μάρκους Ρέντικερ είναι κι αυτός φίλος των πειρατών, αλλά είναι επίσης και ιστορικός του Ατλαντικού του18ου αιώνα. Το βιβλίο του «Κακούργοι όλων των λαών» δείχνει ότι η «ιστορία», όπως μας την πλασάρουν, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επανάληψη της προπαγάνδας της άρχουσας τάξης του 18ου αιώνα κατά τη διάρκεια του πολέμου εξόντωσης ενάντια στην τελευταία και πιο ένδοξη πειρατική αδελφότητα, της εποχής που αποκαλεί τον Χρυσού Αιώνα της Πειρατείας. Ο Μάρκους αποκαθιστά τη φήμη των παιδικών μου ηρώων: Του Κάλικο Τζακ Ράκμαν, του Μαυρογένη, το μαύρου Μπαρτ Ρόμπερτς, της Μαίρη Ριντ και της Αν Μπόνυ – οι οποίοι, σε μόλις δέκα χρόνια, από το 1716 ως το 1726, τάραξαν τη νεοσύστατη Βρετανική Αυτοκρατορία ως τα αιματοβαμμένα μύχια της – και παρουσιάζει την πραγματική ιστορία που επισκιάζει όλες τις ιστορίες του Χόλλυγουντ.

Πειρατές υπάρχουν από τότε που υπάρχουν θαλάσσιοι εμπορικοί δρόμοι. Οι αρχαίοι Ελληνες θεωρούσαν την πειρατεία σα μια βάσιμη επιλογή για τους εμπόρους που αντιμετώπιζαν δυσκολίες και δεν προσέδιδαν στον όρο κανένα ηθικό βάρος. Οι Ρωμαίοι, εν τούτοις, χρησιμοποιούσαν τον όρο «πειρατεία» με λίγο πολύ τον ίδιο τρόπο που χρησιμοποιούσαν τον όρο βάρβαρος στη ξηρά. Πειρατής ήταν οποιοσδήποτε βρισκόταν στη «Ρωμαϊκή θάλασσα» και δεν ήταν Ρωμαίος. Η αποφασιστικότητα τους να κυριαρχήσουν και να ελέγξουν τον κόσμο, οδήγησε σε μια πολιτική που θεωρούσε τους πειρατές ως hostes humani generic, κοινούς εχθρούς της ανθρωπότητας, κάτι που οι κυρίαρχοι της μετέπειτα αναδυόμενης Βρετανικής Αυτοκρατορίας θα χρησιμοποιούσαν για να δικαιολογήσουν την εκστρατεία εξόντωσης των πειρατών του Ατλαντικού.

Η Βρετανική εμπειρία στην πειρατεία ξεκίνησε σαν κλάδος της ημιεπίσημης κυβερνητικής πολιτικής. Οντας σε διαρκή πόλεμο ενάντια στις πανίσχυρες καθολικές αυτοκρατορίες της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, η προτεσταντική Αγγλία παρείχε εξουσιοδότηση σε ιδιώτες τυχοδιώκτες να εξερευνούν, να συνάπτουν εμπορικές συμφωνίες και να στήνουν καρτέρι στα εχθρικά εμπορικά πλοία καθώς αυτά έπλεαν πίσω στην Ευρώπη γεμάτα ασήμι και χρυσάφι από τα ισπανικά και πορτογαλικά Αμερικανικά εδάφη. Ο Ντρέηκ, ο Γκρένβιλ, ο Ράλυ και ο Μόργκαν μπήκαν στην ιστορία και στο θρύλο καθώς έκοψαν στην Αγγλία μερίδιο στο Νέο Κόσμο, πέρα από τον έλεγχο των «Δον».

Το τέλος του πολέμου της Ισπανικής Διαδοχής έφερε και το τέλος της χρησιμότητας αυτών των κουρσάρων. Η Βρετανία είχε αποκτήσει το assiento, το δικαίωμα να εισάγει σκλάβους στις Ισπανικές αποικίες. Ετσι ξεκίνησε το εμπόριο το οποίο θα έδινε την ώθηση και το κεφάλαιο που χρειαζόταν η βιομηχανική επανάσταση. Όπως θα σημείωνε αργότερα ο Καρλ Μαρξ, ο καπιταλισμός γεννήθηκε μέσα στο αίμα και τη βρώμα: το πέρασμα, από την Αφρικανική ακτή στα σκλαβοπάζαρα της Αβάνας και της Βιρτζίνια, οδήγησε στην αιματοβαμμένη γέννα μιας κτηνώδους εποχής.



Το τέλος του πολέμου δημιούργησε συνθήκες γρήγορου πλουτισμού για τους εμπόρους του Λονδίνο και του Μπρίστολ. Η απελευθέρωση του δουλεμπορίου και η αποστράτευση χιλιάδων ναυτών σήμαιναν ότι παρά την τεράστια επέκταση του το θαλάσσιο εμπόριο δεν μπορούσε να εξαντλήσει το πλεόνασμα εργατικών χεριών. Αυτό σήμαινε ότι οι εργοδότες, στην αναζήτηση ολοένα και μεγαλύτερων κερδών, μπορούσαν να συμπιέζουν τους μισθούς και να χειροτερεύουν τις συνθήκες της ζωής εν πλω σε αβάσταχτα επίπεδα. Η ζωή στα καράβια δεν ήταν ποτέ εύκολη και ένα πολεμικό πλοίο δεν ήταν ποτέ μέρος για τους αδύναμους, αλλά οι ναυτικοί ήξεραν ότι η ζωή δεν είχε υπάρξει ποτέ χειρότερη. Η κτηνωδία στα δουλεμπορικά δεν περιορίζονταν μόνο στο «εμπόρευμα» - το πλήρωμα αντιμετώπιζε θνησιμότητα της τάξης του 30% ή παραπάνω σε κάθε ταξίδι. Η αντιμετώπιση του πληρώματος από τον καπετάνιο αντανακλούσε το απλό γεγονός ότι κάθε απώλεια σκλάβου ήταν απώλεια πιθανού κέρδους, ενώ κάθε απώλεια ναυτικού σήμαινε οικονομία στους μισθούς. Πέρα από την διαρκή απειλή του πνιγμού, οι ναυτικοί αντιμετώπιζαν αρρώστιες, κατάσταση που επιδεινώνονταν από την κακή διατροφή και την έλλειψη κάθε υγιεινής και τη διαρκή απειλή χρήσης βίας ανάλογα με τα κέφια των πλοιάρχων, που κυβερνούσαν τα πλοία σαν θεοί, δικαστές, ένορκοι και συχνά εκτελεστές. Η ζωή του ναυτικού ήταν δεινή, κτηνώδης, σύντομη και άθλια.

Ακριβώς όπως ο καπιταλισμός σε όλη του τη κτηνωδία γεννήθηκε από αυτό το βρωμερό εμπόριο, έτσι και οι ναυτικοί ήταν οι πρώτοι που αντιστάθηκαν στις συνέπειες του. Παύσεις εργασίας, επιβραδύνσεις, σαμποτάζ και απεργίες χρησιμοποιήθηκαν από τους ναυτικούς στη διάρκεια του ταξικού τους πολέμου ενάντια στους πλοιάρχους και τους καπετάνιους.

Αυτές οι συνθήκες οδήγησαν πολλούς να βρουν την εναλλακτική λύση της εξέγερσης και της ανταρσίας και η πειρατεία έγινε μια ελκυστική επιλογή. Για τους άντρες που αντιμετώπιζαν την απειλή του θανάτου και του ακρωτηριασμού σε καθημερινή βάση, η βεβαιότητα της συνάντησης με την αγχόνη του δήμιου δεν ήταν ιδιαίτερα αποτρεπτική. Ο πειρατής γελούσε κατάφατσα στο Θάνατο και διάλεγε μια σύντομη αλλά και εύθυμη ζωή.

Οι ναυτικοί που έγιναν πειρατές δεν το έκαναν μόνο εξαιτίας των μαρτυρίων που υπέφεραν – από τους δεκάδες χιλιάδες ναυτικούς που δούλεψαν στο εμπόριο του Ατλαντικού, μόνο μια μειοψηφία (όχι μεγαλύτερη από 4,000) στράφηκε στην πειρατεία – αλλά και για το όραμα της ελευθερίας που η ζωή του πειρατή παρείχε.

Κάθε ανταρσία ακολουθούσε παρεμφερές μοτίβο: μόλις κατέβαλαν τους αξιωματικούς του πλοίου και τους νομιμόφρονες ναύτες, οι εξεγερμένοι οργάνωναν συνέλευση όλου του πληρώματος. Στη διάρκεια της συνέτασσαν τα Άρθρα, τους κανόνες του πλοίου και εξέλεγαν τους αξιωματικούς. Τα Άρθρα ακολουθούσαν ορισμένους κοινούς κανόνες:

- Φροντίδα σ’ όσους θα τραυματίζονταν εν πλω ή στη μάχη (μια από τις πιο τολμηρές ενέργειες του περιβόητου πειρατή Εντουαρντ Τίτς, γνωστού και ως Μαυρογένη, ήταν ο αποκλεισμός του Λιμανιού του Τσάρλεστον: όχι όπως θα περίμενε κανένας για ποτό ή για χρυσάφι αλλά για να βρει φάρμακα για τα άρρωστα μέλη του πληρώματός του).

- Περιορισμός της εξουσίας των εκλεγμένων αξιωματικών: ο καπετάνιος είχε τον έλεγχο του σκάφους μόνο στη διάρκεια καταιγίδας ή στη μάχη. Οποτεδήποτε άλλοτε η εξουσία βρίσκονταν στα χέρια του συμβουλίου του πλοίου, το οποίο αποτελούσαν όλοι οι παλιοί πειρατές – οι νεοσύλλεκτοι δεν συμμετείχαν μέχρι ν’ αποδείξουν την αξία τους – συνήθως στη μάχη.

Όταν οι πειρατές χτύπαγαν ένα εμπορικό πλοίο η πρώτη τους ενέργεια ήταν να υψώσουν τον Τζόλυ Ρότζερ, την πειρατική σημαία. Μ’ αυτήν ξεκινούσε η ψυχολογική επίθεση, ενημερώνοντας τους ναυτικούς ότι κάθε αντίσταση σήμαινε θάνατο. Ήταν τόσο συχνό το φαινόμενο καπετάνιοι να μη μπορούν να προβάλουν αντίσταση επειδή τα πληρώματά τους, απλά σταύρωναν τα χέρια που το Κοινοβούλιο αποφάσισε ότι η άρνηση αντίστασης στους πειρατές ήταν έγκλημα τιμωρητέο με θάνατο. Παρά τη φήμη τους, οι ίδιοι οι πειρατές προτιμούσαν να αποφύγουν με κάθε τρόπο τη μάχη και η πιθανότητα να καταλάβουν ένα πλοίο καθαρά ήταν πολύ προτιμότερη.

Μόλις πατούσαν στο κατάστρωμα, οι πειρατές συγκέντρωναν το πλήρωμα του σκάφους κι έφερναν μπροστά τους τους αξιωματικούς. Τα μέλη του πληρώματος καλούνταν να μιλήσουν υπέρ ή κατά του καπετάνιου και του επιτελείου του: η μαρτυρία τους θα καθόριζε την τύχη του καπετάνιου και του πλοίου. Καλοί ή συμπονετικοί καπετάνιοι όχι μόνο έμεναν ζωντανοί μετά το τέλος της πειρατικής επίθεσης αλλά πολύ συχνά διατηρούσαν και τη διακυβέρνηση του πλοίου με το περισσότερο εμπόρευμα άθικτο, εκτός βέβαια από κάθε ίχνος οινοπνεύματος, νωπών τροφίμων, χρυσού και ασημιού.

Ένας κακός ή βίαιος καπετάνιος όμως θα πρέπει να ήταν πολύ τυχερός για να γλιτώσει τη ζωή του, ενώ οτιδήποτε οι πειρατές δεν μπορούσαν να πάρουν ή να χρησιμοποιήσουν το έκαιγαν μαζί με το σκάφος.

Η τελευταία ενέργεια πριν την αναχώρηση των πειρατών ήταν η έκκληση για εθελοντές. Σπάνια υπήρχε πλοίο στο οποίο να μη βρίσκονταν ένας ή περισσότεροι πιθανοί πειρατές.

Ο σκοπός κάθε πειρατή ήταν μια σύντομη, πλην όμως εύθυμη, ζωή, και οι πειρατές αναζητούσαν κάθε παρηγοριά όποτε μπορούσαν. Το κυνήγι οινοπνεύματος ήταν διαρκές. Παρόλο που τα εμπορικά και τα πολεμικά πλοία δε φημίζονταν για την νηφαλιότητα τους– τα πλοία του Νέλσωνα περιγράφονταν σαν άσυλα χρόνιων αλκοολικών – η όρεξη των πειρατών για οινόπνευμα κατά καιρούς τους δημιουργούσε μεγάλους μπελάδες. Δεν ήταν λίγα τα πλοία που τσακίστηκαν σε ύφαλους ή αιχμαλωτίστηκαν επειδή το πλήρωμα ήταν τόσο πιωμένο που δεν μπορούσε να κουμαντάρει το πλοίο ή να πολεμήσει.

Οι κουρσάροι του 17ου αιώνα είχαν ακολουθήσει την πρακτική του matelotage (ματελοτάζ) – μια σχέση κοινής ιδιοκτησίας και ευθύνης ανάμεσα σε δύο άνδρες – και οι πειρατές συνέχισαν αυτή τη φιλελεύθερη στάση απέναντι στην ομοφυλοφιλία. Στο Βασιλικό Ναυτικό της εποχής, για το οποίο είχε γραφεί ότι διοικείται από το « Ρούμι, το Σοδομισμό και το Μαστίγιο», η ομοφυλοφιλία ήταν τιμωρητέα με θάνατο. Σ’ ένα πειρατικό σκάφος η αγάπη ήταν αποδεκτή οπουδήποτε μπορούσε να βρεθεί.

Οι γυναίκες έπαιξαν έναν απειροελάχιστο ρόλο σ’ αυτόν τον εξαιρετικά ανδροπρεπή κόσμο, αλλά ο Ράντικερ, που διηγείται την ιστορία των διάσημων γυναικών πειρατών, της Αν Μπόνυ και της Μαίρη Ριντ, αμφισβητεί την άποψη των αστών ιστορικών ότι οι γυναίκες ήταν μόνο θύματα ή πόρνες. Αποδεικνύει ότι, τουλάχιστον σ’ ένα πλοίο, η «κακοποίηση γυναικών χωρίς τη συγκατάθεσή τους» απαγορεύονταν από το Άρθρα και τιμωρούνταν με θάνατο.

Παρόλο που πολλοί πειρατές είχαν υπηρετήσει στο πέρασμα του Ατλαντικού και κατά συνέπεια είχαν συμμετάσχει στο δουλεμπόριο, οι πειρατές επεδείκνυαν αξιοπρόσεκτα ελάχιστη από τη φυλετική προκατάληψη η οποία αναπτύσσονταν εκείνη την εποχή για να δικαιολογήσει το δουλεμπόριο. Παρόλο που πειρατές άρπαζαν και μεταπουλούσαν φορτία δούλων, μαύροι πρώην δούλοι αποτελούσαν σημαντικό μέρος των πειρατικών πληρωμάτων (πάνω από 40% του πληρώματος του Μαυρογένη ήταν μαύροι). Οι πειρατές συχνά αυτοαποκαλούνταν maroons, αντιγράφοντας το όνομα που χρησιμοποιούσαν οι ομάδες δραπετών δούλων της Τζαμάϊκα . Σε μια περίπτωση, αναφέρει ο Μάρκους, πειρατές ξανάδωσαν τον έλεγχο ενός δουλεμπορικού στον καπετάνιο του, αφού πρώτα έσπασαν όλες τις αλυσίδες και μοίρασαν στους δούλους μαχαίρια. Προφανώς το ότι ο καπετάνιος και το «φορτίο» του θα μπορούσαν να συζητήσουν την αντίστοιχη κατάσταση τους σε μια πιο ισότιμη βάση θα ικανοποίησε το αίσθημα δικαιοσύνης των πειρατών.

Εν τέλει, η απειλή στα κέρδη του δουλεμπορίου που αντιπροσώπευαν οι πειρατές ήταν αυτή που καθόρισε την τύχη τους. Οι ακτές τόσο της Αφρικής όσο και της Αμερικής κατακλύστηκαν από πολεμικά πλοία. Οι πειρατές κυνηγήθηκαν και κρεμάστηκαν κατά δεκάδες. Οι ίδιοι οι πειρατές αντέδρασαν στην κρατική τρομοκρατία με τη δική τους τρομοκρατία. Έμποροι κάηκαν, πόλεις που κρέμασαν πειρατές γνώρισαν τον αποκλεισμό. Οι πειρατές αρνήθηκαν να παραδοθούν και ορκίστηκαν να τιναχτούν με τα πλοία τους παρά να αφεθούν να συλληφθούν. Αλλά η ώρα τους είχε φτάσει και οι φθίνουσες συμμορίες πειρατών είτε σκόρπισαν είτε σκοτώθηκαν πολεμώντας ή στο ικρίωμα.

Οι πειρατές αυτοί, αντιμέτωποι μ’ ένα κόσμο γεμάτο φρίκη και κτηνωδία, εξεγέρθηκαν κι αμφισβήτησαν τις συμβάσεις για τις τάξεις, τη φυλή και το φύλο. Γελώντας στα μούτρα της εξουσίας όπως είχαν γελάσει στα μούτρα του θανάτου, με την εξέγερσή τους δημιούργησαν μια εναλλακτική στη βλοσυρή υποκρισία των νοικοκύρηδων, η οποία συνεχίζει να δίνει ελπίδα και να εμπνέει τριακόσια χρόνια αργότερα.



[ Π² ]

Λιμπερτάτια





Η Λιμπερτάτια (γνωστή επίσης κι ως Λιμπερτάλια) λέγεται ότι ήταν μια ελεύθερη αποικία που δημιουργήθηκε από πειρατές υπό τον Καπετάνιο Τζέημς Μισσόν, στα τέλη του 17ου αιώνα. Το αν πράγματι υπήρξε η Λιμπερτάτια ή όχι αμφισβητείται. Η ύπαρξη της περιγράφεται στο βιβλίο, Γενική Ιστορία των Πυρατών, του Καπετάνιου Τσαρλς Τζόνσον, ενός κατά τ’ άλλα άγνωστου προσώπου που μπορεί να ήταν απλά ένα ψευδώνυμο του Ντάνιελ Ντεφόε. Το μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου είναι ένα μίγμα πραγματικότητας και μυθοπλασίας και είναι πιθανόν όλη η αφήγηση σχετικά με την Λιμπερτάτια να είναι καθ ολοκληρία κατασκευασμένη.

Η Λιμπερτάτια λέγεται ότι αποτελούνταν από μια περιοχή στη βόρεια Μαδαγασκάρη και ότι διάρκεσε για περίπου είκοσι πέντε χρόνια. Η ακριβής τοποθεσία της παραμένει άγνωστη, εν τούτοις, οι περισσότερες πηγές αναφέρουν ότι εκτείνονταν από τον Κόλπο του Αντονγκιλ μέχρι το Μανανζάρυ, συμπεριλαμβανομένων του Φουλπουέν και της Νήσου της Αγιας Μαρίας. Ο Τόμας Τιού, ο Προβηγκιανού Μισσόν και ένα Ιταλός Δομινικανός ιερέας ονόματι Καρατσιόλι συμμετείχαν στην ίδρυσή της.

Το σύνθημα της πειρατικής αυτής ουτοπίας ήταν « Για το Θεό και την ελευθερία» και η σημαία της ήταν λευκή, σε αντίθεση με τον Τζόλυ Ρότζερ. Ηταν αναρχικοί, που είχαν κηρύξει τον πόλεμο στα κράτη και τους νομοθέτες, που χτύπαγαν πλοία, χαρίζοντας τη ζωή στους φυλακισμένους και ελευθερώνοντας τους σκλάβους. Αυτό αποκαλούνταν Λίμπερι, και ζούσαν κάτω από κοινοτική εξουσία, ενα είδος πειρατικής εργατικής κολλεκτίβας. Είχαν πειρατικά άρθρα (κοινούς κώδικες συμπεριφοράς) και χρησιμοποιούσαν ένα εκλογικό σύστημα ανακλητών αντιπροσώπων.

Ο Μισσόν ήταν Γάλλος, που είχε γεννηθεί στην Προβηγκία. Στο διάστημα που βρέθηκε στη Ρώμη, με άδεια από το Γαλλικό πολεμικό πλοίο Νίκη, απαρνήθηκε την πίστη του, αηδιασμένος από την παρακμή της Παπικής Αυλής. Στη Ρώμη συναντήθηκε τυχαία με τον Καρατσιόλι – έναν « ασελγή ιερέα» που στη διάρκεια μακρόχρονων ταξιδιών, με το λόγο και μόνο, κατάφερε σταδιακά να προσηλυτίσει τον Μισσόν κι ένα μεγάλο μέρος του πληρώματος του στον τρόπο σκέψης του.

….Όλοι οι Άνθρωποι έχουν γεννηθεί ελεύθεροι, κι έχουν τα ίδια δικαιώματα σε όσα χρειάζονται για να ζήσουν όσο και στον Αέρα που αναπνέουν…. η τεράστια Διαφορά μεταξύ των Ανθρώπων που ζουν στα πλούτη κι αυτών που ζουν στην μεγαλύτερη Ανέχεια, οφείλεται μόνο στη Φιλαργυρία και τη Φιλοδοξία των μεν και την απαίσια Υποδούλωση των άλλων.

Το πλήρωμα της Νίκης, αποτελούμενο από 200 άτομα, εξέλεξε τον Μισόν για καπετάνιο και ρίχτηκε στο δρόμο της πειρατείας. Μοιράστηκαν τον πλούτο του πλοίου, αποφασίζοντας πως « τα πάντα πρέπει να είναι κοινά». Όλες οι αποφάσεις παραπέμπονταν στη «Ψήφο όλου του Πληρώματος». Μ’ αυτό τον τρόπο ξεκίνησαν τη νέα τους «Ζωή Ελευθερίας». Στα ανοιχτά της δυτικής ακτής της Αφρικής έπιασαν ένα Ολλανδικό δουλεμπορικό. Οι σκλάβοι απελευθερώθηκαν και μεταφέρθηκαν στο Νίκη, με τον Μισσόν να δηλώνει ότι «Το εμπόριο ανθρώπων της Φυλής μας, ποτέ δεν μπορεί να δικαιολογηθεί στα μάτια της Θείας Δικαιοσύνης: Κανένας Άνθρωπος δεν έχει Εξουσία πάνω στην Ελευθερία του άλλου» και ότι « δεν είχε απελευθερωθεί από τον τρομερό ζυγό της σκλαβιάς, και δεν είχε αποκτήσει την Ελευθερία του, για να υποδουλώνει άλλους.» Μετά από κάθε σύγκρουση ο αριθμός των πειρατών μεγάλωνε με νέους Γάλλους, Εγγλέζους και Ολλανδούς προσήλυτους και απελεύθερους Αφρικανούς σκλάβους.

Στη διάρκεια μιας αποστολής στ’ ανοιχτά της Μαδαγασκάρης, ο Μισσόν βρήκε τον τέλειο κόλπο σε μια περιοχή με γόνιμο έδαφος, τρεχούμενο νερό και φιλικούς ιθαγενείς. Εδώ οι πειρατές έχτισαν την Λιμπερτάλια, απαρνούμενοι τους όρους Γάλλοι, Εγγλέζοι, Ολλανδοί και Αφρικανοί και αυτό αποκαλούμενοι Λίμπερι. Δημιούργησαν τη δική τους γλώσσα, μια πολυγλωσσική μίξη Αφρικανικών γλωσσών, συνδυασμένων με στοιχεία από Γαλλικά, Αγγλικά, Ολλανδικά, Πορτογαλικά και της ντόπιας γλώσσας της Μαδαγασκάρης. Λίγο μετά, το Νίκη έπεσε πάνω στον Τόμας Τιού, ο οποίος αποφάσισε να τους ακολουθήσει στην Λιμπερτάλια. Η ιδέα μιας τέτοιας αποικίας, δεν ήταν κάτι νέο για τον Τιού, ο οποίος είχε χάσει το λοστρόμο και 23 μέλη του πληρώματος του, στην προσπάθεια να δημιουργήσουν έναν οικισμό πιο ψηλά στην ακτή της Μαδαγσκάρης. Οι Λίμπερι – «Εχθροί της Δουλείας», σκόπευαν να αυξήσουν τους αριθμούς τους πιάνοντας ένα ακόμα δουλεμπορικό. Στα ανοιχτά της Ανγκόλας, το πλήρωμα του Τιου, σταμάτησε ένα Αγγλικό δουλεμπορικό, με 240 άνδρες, γυναίκες και παιδιά στα αμπάρια του. Οσοι από τους πειρατές ήταν Αφρικανοί ανακάλυψαν φίλους και συγγενείς, ανάμεσα στους σκλαβωμένους και ενώ τους έλυναν τα δεσμά, τους αποζημίωσαν με ιστορίες για το μεγαλείο της νέας ζωής ελευθερίας.

Οι πειρατές σταδιακά έγιναν αγρότες, διατηρώντας τη γη από κοινού - «Κανένας φράχτης δεν χώριζε την ιδιοκτησία κάποιου Ανθρώπου» Τα λάφυρα και τα χρήματα από τη θάλασσα μεταφέρονταν στο κοινό Θησαυροφυλάκια, «Το Χρήμα δεν είχε καμία Αξία όταν τα Πάντα είναι κοινά»

Ο Καπετάνια Γουίλιαμ Κιντ λέγεται πως επισκέφτηκε τη Λιμπερτάλια το 1697 για επισκευές στο πλοίο του και όταν έφυγε το μισό του πλήρωμα είχε αποφασίσει να μείνει πίσω.

Οι ημερομηνίες της ιστορίας του Τζόνσον έχουν πολλές αντιφάσεις. Η σχέση του με τον Τόμας Τιου, που πέθανε το 1695, τοποθετεί τον θάνατο του Μισσόν γύρω στο 1698, εν τούτοις, φέρεται να συμμετείχε σε κάποια ενέργεια του Γαλλικού Ναυτικύ το 1708.

Επίσης, ο Τζόνσον αναφέρει το Μισσόν σαν Τζέημς, κάτι που μάλλον αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη στην ιστορία.


[ Π² ]

18/2/09

Πειρατικά Άρθρα




Από τα πιο διάσημα Πειρατικά Άρθρα

είναι αυτά που έθεσε ο διάσημος Ουαλλός πειρατής Μπαρθόλομιου Ρόμπερτς

το 1720.




1. Κάθε άνδρας έχει ψήφο για τα τρέχοντα ζητήματα. έχει ίσο μερίδιο σε νωπές προμήθειες, ή σε δυνατά ποτά, οποτεδήποτε κι αν αυτά κατασχεθούν, και μπορεί να τα χρησιμοποιεί κατά την ευχαρίστηση του, εκτός κι αν η σπανιότητα καταστήσει αναγκαίο, για το κοινό καλό, να ψηφιστεί λιτότητα.

2. Κάθε άνδρας θα κληθεί να πάρει μέρος ισότιμα στη μοιρασιά των λάφυρων (πέρα και πάνω από το μερίδιο που δικαιούται): αλλά αν υπεξαιρέσει από το πλήρωμα έστω και αξίας ενός δολαρίου ασημικά, κοσμήματα ή χρήματα, η τιμωρία θα είναι να εγκαταλειφθεί σε ερημικό νησί. Αν η κλοπή είναι μόνο από άλλον άνδρα, τότε θα του κόβεται η μύτη και τ’ αυτιά και θα εγκαταλείπεται όχι σε ακατοίκητο μέρος, αλλά κάπου όπου θα είναι σίγουρο πως θ’ αντιμετωπίσει δυσκολίες.

3. Κανένας δεν θα χαρτοπαίζει ή δεν θα παίζει ζάρια για χρήματα.

4. Τα φανάρια και τα κεριά θα σβήνουν στις 8 τη νύχτα: αν μετά από αυτή την ώρα κάποιος από το πλήρωμα παραμένει επιρρεπής στο ποτό, θα πρέπει να το κάνει στο κατάστρωμα.

5. Το ντουφέκι, τα πιστόλια και ο μπαλτάς θα πρέπει να είναι πάντα καθαρά και έτοιμα για χρήση.

6. Κανένα αγόρι ή γυναίκα δεν επιτρέπεται ανάμεσά τους. Αν κάποιος άνδρας αποπλανήσει άτομο του αντίθετου φύλου, και το πάρει, μεταμφιεσμένο, μαζί του στη θάλασσα , η τιμωρία θα είναι θάνατος.

7. Η εγκατάλειψη του πλοίου εν ώρα μάχης, τιμωρείται με θάνατο ή εγκατάλειψη.

8. Κανένας άνδρας να μην χτυπήσει άλλον εν πλω, αλλά όλοι οι διαφωνίες να λύνονται στο έδαφος, με το σπαθί ή το πιστόλι.

9. Κανένας άνδρας να μη συζητήσει τη διακοπή του τρόπου ζωής του, μέχρι όλοι να μοιράζονται χίλιες λίρες ο καθένας. Αν για να γίνει αυτό, κάποιος άνδρας χάσει ένα άκρο, ή γίνει σακάτης, θα λάβει οκτακόσια δολάρια, από το κοινό ταμείο, και για μικρότερες βλάβες αναλογικά.

10. Ο καπετάνιος κι ο ναύκληρος να λάβουν δύο μερίδια από τα λάφυρα: ο κυβερνήτης, ο λοστρόμος κι ο οπλονόμος ένα και μισό κι οι άλλοι αξιωματικοί ένα και τέταρτο.

11. Οι μουσικοί να ξεκουράζονται την Ημέρα του Σαββάτου, αλλά στις υπόλοιπες έξι μέρες και νύχτες ποτέ χωρίς ειδική άδεια.





[ Π² ]




.

Η Μαύρη Σημαία


.

(απόσπασμα από το άρθρο Πειρατικές Ουτοπίες: Κάτω από τη σημαία του Θανάτου, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Do or Die #8)

«Γιατί είναι μαύρη η σημαία μας; Το μαύρο είναι το χρώμα της άρνησης. Η μαύρη σημαία είναι η άρνηση κάθε σημαίας. Είναι η άρνηση της εθνότητας η οποία στρέφει το ανθρώπινο γένος ενάντιο στον ίδιο τον εαυτό του και απαρνείται την ενότητα της ανθρωπότητας. Το μαύρο είναι το χρώμα του θυμού και της οργής ενάντια σ’ όλα τα απαίσια εγκλήματα ενάντια στην ανθρωπότητα που έχουν γίνει στο όνομα της πίστης στο ένα ή στο άλλο κράτος». (1)

Ολοι ξέρουμε πως οι πειρατές ύψωναν τον Τζόλυ Ρότζερ – τη σημαία με τη νεκροκεφαλή. Η πιο πιθανή προέλευση της λέξης «Τζόλυ Ρότζερ» είναι η Αγγλοποίηση της Γαλλικής Ζολί Ρουζ (Jolie Rouge) – της κόκκινής ή «ματοβαμένης» σημαίας που ύψωναν αρχικά οι πειρατές πριν την πιο γνωστή μαύρη. Η κόκκινη σημαία είναι ευρέως γνωστή ως το διεθνές σύμβολο της προλεταριακής επανάστασης και εξέγερσης και η μαύρη σημαία ιστορικά υπήρξε η σημαία του αναρχικού κινήματος (Ο πιο διάσημος συνδυασμός των δύο αυτών χρωμάτων ήταν οι αναρχοκομμουνιστικές κόκκινες και μαύρες σημαίες της Ισπανικής επανάστασης του 1936.) (2)

Η παλαιότερη βεβαιωμένη αναφορά σε αναρχικούς που ύψωσαν τη μαύρη σημαία ή που αυτή χρησιμοποιήθηκε σε εξέγερση της εργατικής τάξης είναι όταν, στις 9 Μαρτίου 1883, η διάσημη αναρχική Λουίζ Μισέλ, κρατώντας μια μαύρη σημαία, οδήγησε ένα πλήθος από εξαγριωμένους άνεργους να λεηλατήσουν φούρνους. Πάντως, υπάρχουν αναφορές ότι είχε υψώσει τη σημαία με τη νεκροκεφαλή 12 χρόνια νωρίτερα, το 1871, ενώ οδηγούσε τα γυναικεία τάγματα της εξεγερμένης Παρισινής Κομμούνας. Η Παρισινή Κομμούνα είχε μέχρι και καθημερινή εφημερίδα με τον τίτλο Ο Πειρατής (3)

Τον Ιούνιο του 1780, όταν, στη διάρκεια των Ταραχών του Γκόρντον, οι πόρτες των φυλακών του Λονδίνου γκρεμίστηκαν και οι φυλακισμένοι απελευθερώθηκαν βρίσκουμε την παρακάτω περιγραφή: « Ενας γιγάντιος άνδρας φάνηκε, που οδηγούσε μια άμαξα κουνώντας μια πελώρια μαύρη και κόκκινη σημαία, σα να ήταν ο σημαιοφόρος ενός εχθρικού στρατού». Το όνομα αυτού του άνδρα ήταν Τζέημς Τζάκσον και οδήγησε τις μάζες στην καταστροφή της κύριας φυλακής του Λονδίνου με την κραυγή «Βίρα για το Νιούγκεϊτ». Δεν θα ήταν τελείως άτοπο να συμπεράνουμε ότι αυτό το «Βίρα» υποδηλώνει ότι ο Τζάκσον ήταν ναυτικός – οι ναυτικοί ανέκαθεν υπήρξαν το πιο μαχητικό κομμάτι της εργατικής τάξης. Αν είναι έτσι, τότε αυτή η μαύρη και κόκκινη σημαία που σηματοδότησε ένα κάλεσμα ελευθερίας στους δρόμους του Λονδίνου μπορεί κάλλιστα να είχε άμεση σχέση με τις μαύρες και κόκκινες σημαίες της Καραϊβικής χρόνια πριν. Στην περίπτωση αυτή, προηγείται σημαντικά της Λουίζ Μισέλ και σχεδόν μας πάει πίσω στην χρυσή εποχή της πειρατείας. (4)

Η μαύρη και κόκκινη σημαία ξεδιπλώθηκε ξανά στην Καραϊβική το 1791. Μετά από μια τεράστια εξέγερση των δούλων, ένα μέρος του παλιού πειρατικού προπύργιου της Ισπανιόλα μετονομάστηκε σε «Αϊτή», όνομα των ιθαγενών Αμερικάνων, και έγινε η πρώτη ανεξάρτητη μαύρη δημοκρατία. Υπό την καθοδήγηση του Τουσέν Λ’ Ουβερτύρ (Toussaint L’ Ouverture), οι επαναστάτες νίκησαν τις δυνάμεις τριών αυτοκρατοριών προκειμένου να κερδίσουν την ελευθερία τους. Η κόκκινη και μαύρη σημαία της Αϊτής έγινε για τους μαύρους του 18ου και 19ου αιώνα μια σημαία ελευθέριας, ιδιαίτερα για τους ναυτικούς που κατέπλεαν στην Αϊτή, γίνονταν Αϊτιανοί και γύριζαν στις πατρίδες τους κάτω από την μαύρη και κόκκινη σημαία. Αμερικάνοι σκλάβοι που βρίσκονταν πάνω σε πολεμικά ή εμπορικά πλοία το έσκαγαν και ζήταγαν άσυλο στην Αϊτή. (5)

Από κάποιον Γουίλιαμ Ντέηβιντσον μαθαίνουμε πως «σε μια διαδήλωση υπερασπίστηκε την μαύρη σημαία με τη νεκροκεφαλή, «Ας πεθανουμε σαν Ανδρες παρά να πουληθούμε σαν Σκλάβοι» έγραφε η σημαία.»» Ο Ντέηβιντσον ήταν ένας μαύρος που γεννήθηκε το 1786 και εκτελέστηκε το 1820. Γεννήθηκε στο Κίνγκστον της Τζαμάϊκα, στην αλλοτινή «πιο απαίσια πόλη στη Γη» και διαβόητη πρωτεύουσα των πειρατών. Πέρασε 3 χρόνια στη θάλασσα, ήταν συνδικαλιστής, διάβαζε Τομ Πέην και ίσως να διατηρούσε κάποια επαφή με τον Τουσέν Λ’ Ουβερτύρ και την επανάσταση στην Αϊτή. Εκτελέστηκε την 1η Μαίου του 1820 μαζί με άλλους για τη συμμετοχή του στη «Συνωμοσία της Οδού Κάτωνος» με σκοπό τη δολοφονία ολόκληρου του υπουργικού συμβουλίου την ώρα που αυτό θα γευμάτιζε. Σκοπός της ενέργειας αυτής ήταν να προκαλέσει επιθέσεις στο Μάνορ Χάουζ και στην Τράπεζα της Αγγλίας και να δώσει το έναυσμα για την επανάσταση στη Βρετανία


(1): Howard J. Ehrlich - Reinventing Anarchy, Again (Edinburgh, AK Press, 1996), σ. 31

(2): Cordingly - Life Among the Pirates, σ 2, 138-143: "Οι κόκκινες ή ματοβαμένες σημαίες αναφέρονται το ίδιο συχνά με τις μαύρες μέχρι τα μέσα του 18ου αιώνα"; ο.π. 2, p. 22; Platt and Chambers - Pirate, σ. 35

(3). Woodcock - Anarchism: A History of Libertarian Ideas and Movements (London, Penguin, 1963), p. 284; Jason Wehling - 'History of the Black Flag: Why Anarchists fly it. What are its origins?', in Fifth Estate (Vol. 32, #1, Summer 1997), p. 31; Le Pirate: Journal Quotidien #1-4 (1871) στη συλλογή Κομμούνας του Πανεπιστημίου του Σάσεξ – συνέχεια του Le Corsaire.

(4). John Nicholson - The Great Liberty Riot of 1780 (London, Bozo, 1985), pp. 44-46

(5). Bolster - Black Jacks, pp. 152-3


[ Π² ]

11/2/09

με ολίγη από Βιτριόλι και καθόλου Μπρεχτ...




















Υ.Γ: η μπρεχτική απόπειρα
αποσύρθηκε ως ανέμπνευστη...

9/2/09

Λάβα με μέλι, Ι

.
.
" Έτη φωτός ξεδιπλώνονται μπροστά μας....
Είναι δυνατόν να μας τρομοκρατούν κάποια χιλιόμετρα; "

Ενδιαφέρουσα προσπάθεια και επιμελημένη έκδοση.

Ο Αστυδρόμος, που είναι ένα λογοτεχνικό έντυπο και που κινείται στο ίδιο πνεύμα,
εφόσον και αυτό επιμένει να κυκλοφορεί χωρίς αντίτιμο,
χαίρεται για τέτοιες πρωτοβουλίες και εύχεται καλό δρόμο στο φανζην

Για περαιτέρω επικοινωνία:

http://astidromos.blogspot.com/
.
.

4/2/09

Φ @ ν ζ ñ ν

.
.
Αιτία και αφορμή για την δημιουργία του FANZIN I.T.A
ήταν η επικείμενη έκδοση του Φ@νζñν,
μια έκδοση που επιτέλους έγινε πραγματικότητα
σε χαρτί και μελάνι. Μια συλλογή στίχων
(και όχι μόνο) που τυπώθηκε σε 112 σελίδες
και 1000 αντίτυπα, που διανέμεται χέρι με χέρι
και χωρίς αντίτιμο και που αν κάποιος θέλει να
την αποκτήσει μπορεί να στείλει e-mail στο
rosadelfoc36@yahoo.gr

Σύντομα θα αναρτηθεί και σε ψηφιακή μορφή (pdf)
για να μπορείτε να το κατεβάσετε από το blog
κατευθείαν στο πιάτο σας. Μια πρώτη γεύση έχει
ήδη αναδυθεί στο μπλοκ, όπως π.χ. ο πρόλογος της
έκδοσης (με τον τίτλο «
ΦανΖñν») και κάποια ακόμα
δείγματα της έντυπης δουλειάς
(στον «αρτοποιητή» κυρίως).

Το Φ@νζñν γεννήθηκε πρωτοχρονιά του 2009
στο Ίλιον της Τροίας και κλωνοποιήθηκε σε χίλιους
άρτιους εαυτούς. Έχει Ζαπατιστικό ζώδιο με ωροσκόπο
Θερσίτη και ψηφιακό αδέρφι το fanzinita.blogspot.com
Και επειδή δωρεάν είναι μόνο το τυρί στην ποντικοπαγίδα
-των εμπόρων, των διαφημιστών, χορηγών και τραπεζών-
επιμένει να κυκλοφορεί ελεύθερο και χωρίς αντάλλαγμα
κανένα, αδέσποτο και αυτόνομο όπως η ζωή και
η ελευθερία.

Όλο το υλικό που δημοσιεύεται, είτε έντυπα είτε ψηφιακά,
είναι ελεύθερο στην χρήση αρκεί αυτή με τη σειρά της να
προωθεί την ελευθερία (της έκφρασης, της επικοινωνίας, της
διακίνησης των ιδεών, κοκ). Κάθε χρήση, αναδημοσίευση

κλπ που μπορεί να γίνει για ιδιοτελείς και εμπορικούς σκοπούς θα μας βρει
-με κάθε τρόπο- ενάντιους της._
.
.



Κ Υ Κ Λ Ο Φ Ο Ρ Ε Ι Α Δ Ε Σ Π Ο Τ Ο


Μ ε σ ο υ ρ α ν ί ς

.
.
Μια ζωή στους ηττημένους
περήφανοι
μετά τον εμφύλιο
οι δρόμοι τους θεωρητικά χωρίζουν
άλλος στην ποίηση
και άλλος στην πολιτική φιλοσοφία

Αίμα και ιδανικά αλησμόνητα
αυτοεξόριστοι πλέον
σε έναν κόσμο
που κυοφορεί νέους κόσμους
και ολοένα αποβάλλει

Απομονωμένοι επιμένουν
ήττα στην ήττα
λέξη στη λέξη
στίχο στο στίχο
μέχρι την τελική νίκη

Χωρίς σχεδόν ποτέ να περιλαμβάνονται
στα πλάνα όσων περιλαμβάνουν
κουστουμαρισμένα πολιτικά μνημόσυνα
και ιδιοτελείς επικήδειοι επιπέδου
ασφαλής μετά θάνατον αναγνώριση
σε ζωές συστηματικά περιθωριοποιημένες

Έχουν γνώση οι φύλακες
και με ακριβή ρυθμό μας εγκαταλείπουν
άγνωστο πόσοι μας απέμειναν
να θυμίζουν έστω την αρχή
μιας γενικευμένης πτώσης

Και ούτε καν μια ειλικρινής ωδή
στη νικημένη γενιά του Μεσοπολέμου
τέτοια αχαριστία
.
.