Τουλάχιστον να μη βρέξει...Αυτό μόνο,
και θα τα καταφέρουμε. Και ας μην ήταν
και χειμώνας, γαμώτο... Όμως έτσι είναι, δεν
αλλάζει. Είχα ξαναπεράσει απο δώ, παιδί, αλλά
δεν θυμάμαι πια τον δρόμο. Αν κάνω λάθος, θα
μας καταπιούν τα ίδια μας τα βήματα. Εκεί που
θα πηγαίνουμε, θα μικραίνουμε, θα χαθούμε, θα
ξεχαστούμε. Πρώτη φορά η ζωή μου στα χέρια
μου. Σαν ξένο μωρό. Αλλά δεν υπάρχουν ξένα
μωρά. Πρέπει να το πάρω στα χέρια.
Πως παίρνεις την ζωή σου στα χέρια σου; Πως
πραγματώνεται αυτή η ωραία και λεβέντικη
φράση των βιβλίων; Κατ’ αρχήν, από που
την πιάνεις; από που πιάνεται η ζωή; από τι
ξεκινάς; Άχαρος στα μερεμέτια, ανέπνευστος
στις πατέντες, και αν δε μου μαγειρέψεις
πέθανα! Με τρελαίνει ό,τιδήποτε μηχανικό
δεν καταλαβαίνω, παραλύω όταν χαλάνε
μηχανήματα που δεν κατέχω την λογική τους,
που εξαρτώμαι από τους εξειδικευμένους,
χαμένος στην έρημο, ένας χρήστης. Αυτό. Ένας
σκέτος χρήστης μηχανημάτων.
"Που με πας;"
Νύχτα με κομμένο το ρεύμα παντού και
έναν φακό στο στόμα, πρέπει να βρω κάπου
να κοιμηθούμε απόψε. Στα χέρια μου κρατάω
ανθρώπους πια, δε με παίρνει να τα έχω
στις τσέπες και να κατεβαίνω τον δρόμο
σφυρίζοντας, γκόμενος και άνετος. Υπάρχουν
μάτια που με κοιτάζουν, κόκκινα, έτοιμα για
κλάμματα, νυσταγμένα. Πως διάολο βρίσκεις
τον δρόμο;
"Που με πας;"
Κάποιος σοφός μου είχε πει κάποτε πως
πρέπει οπωσδήποτε στο τέλος να έχει να πεις
μια ιστορία. Τουλάχιστον αυτό, μια ιστορία.
Μαντάρω τα ρούχα μου, ρελιάζω τι λέξεις,
πρέπει από κάπου να το πιάσω. Από χρήστης,
δημιουργός. Από συνδρομητής Θεός. Δεν
ξέρω ούτε τι ώρα είναι. Πόση ώρα έχει που
έχει νυχτώσει και πόσο κρατάει η νύχτα εδώ.
Αν κοντεύει να ξημερώσει, μπορεί και να
αντέξουμε. Αλλά δεν μπορώ να ελπίζω σε αυτό.
Πρέπει άμεσα να βρω κάπου να κοιμηθούμε
απόψε. Ναι, αυτό πρώτα από όλα. Μπορεί
να είμαστε τυχεροί. Κάποιοι έφυγαν βιαστικά και
άφησαν τα σπίτια τους ανοιχτά και τα ψυγεία
στην μπρίζα.
"Που με πας;"
Δεν ξέρω και πόση μπαταρία έχει ο φακός.
Σοφία, Νικολέτα, "αν με αγκαλιάσεις πολύ
σφιχτά, θα βγάλει φως ο λαιμός μου" της λέω.
Το κάνει. Με τα παιχνίδια γίνεται. Θα νομίζει
πως έχω χαλάσει. Πρέπει να σκεφτώ. Χωρίς να
σταματήσω να αισθάνομαι. Αλλά επείγει ένα
μέρος να βγει η νύχτα. Σαν ιερή αποστολή, να
μας παραδώσω στο μέλλον. Άθικτους.
Το πρωί θα βρούμε κι άλλους. Θα έρχονται
από τον ορίζοντα, τις πόλεις, τη θάλασσα...
Θα πλησιάσουμε, θα αρχίσουμε πάλι. Να μία
φωτεινή σκέψη! Οι άλλοι. Οι "σαν κι εμάς".
Σαν αγουροξυπνημένα κουτάβια, με πρησμένα
μάτια, έχοντας νικήσει το πιο δύσκολο βράδυ
της ζωής μας, θα κηδέψουμε τις απώλειες, θα
πούμε μόνο ένα "πάμε;" και θα πάμε...
(Οδυσσέας Ιωάννου)
και θα τα καταφέρουμε. Και ας μην ήταν
και χειμώνας, γαμώτο... Όμως έτσι είναι, δεν
αλλάζει. Είχα ξαναπεράσει απο δώ, παιδί, αλλά
δεν θυμάμαι πια τον δρόμο. Αν κάνω λάθος, θα
μας καταπιούν τα ίδια μας τα βήματα. Εκεί που
θα πηγαίνουμε, θα μικραίνουμε, θα χαθούμε, θα
ξεχαστούμε. Πρώτη φορά η ζωή μου στα χέρια
μου. Σαν ξένο μωρό. Αλλά δεν υπάρχουν ξένα
μωρά. Πρέπει να το πάρω στα χέρια.
Πως παίρνεις την ζωή σου στα χέρια σου; Πως
πραγματώνεται αυτή η ωραία και λεβέντικη
φράση των βιβλίων; Κατ’ αρχήν, από που
την πιάνεις; από που πιάνεται η ζωή; από τι
ξεκινάς; Άχαρος στα μερεμέτια, ανέπνευστος
στις πατέντες, και αν δε μου μαγειρέψεις
πέθανα! Με τρελαίνει ό,τιδήποτε μηχανικό
δεν καταλαβαίνω, παραλύω όταν χαλάνε
μηχανήματα που δεν κατέχω την λογική τους,
που εξαρτώμαι από τους εξειδικευμένους,
χαμένος στην έρημο, ένας χρήστης. Αυτό. Ένας
σκέτος χρήστης μηχανημάτων.
"Που με πας;"
Νύχτα με κομμένο το ρεύμα παντού και
έναν φακό στο στόμα, πρέπει να βρω κάπου
να κοιμηθούμε απόψε. Στα χέρια μου κρατάω
ανθρώπους πια, δε με παίρνει να τα έχω
στις τσέπες και να κατεβαίνω τον δρόμο
σφυρίζοντας, γκόμενος και άνετος. Υπάρχουν
μάτια που με κοιτάζουν, κόκκινα, έτοιμα για
κλάμματα, νυσταγμένα. Πως διάολο βρίσκεις
τον δρόμο;
"Που με πας;"
Κάποιος σοφός μου είχε πει κάποτε πως
πρέπει οπωσδήποτε στο τέλος να έχει να πεις
μια ιστορία. Τουλάχιστον αυτό, μια ιστορία.
Μαντάρω τα ρούχα μου, ρελιάζω τι λέξεις,
πρέπει από κάπου να το πιάσω. Από χρήστης,
δημιουργός. Από συνδρομητής Θεός. Δεν
ξέρω ούτε τι ώρα είναι. Πόση ώρα έχει που
έχει νυχτώσει και πόσο κρατάει η νύχτα εδώ.
Αν κοντεύει να ξημερώσει, μπορεί και να
αντέξουμε. Αλλά δεν μπορώ να ελπίζω σε αυτό.
Πρέπει άμεσα να βρω κάπου να κοιμηθούμε
απόψε. Ναι, αυτό πρώτα από όλα. Μπορεί
να είμαστε τυχεροί. Κάποιοι έφυγαν βιαστικά και
άφησαν τα σπίτια τους ανοιχτά και τα ψυγεία
στην μπρίζα.
"Που με πας;"
Δεν ξέρω και πόση μπαταρία έχει ο φακός.
Σοφία, Νικολέτα, "αν με αγκαλιάσεις πολύ
σφιχτά, θα βγάλει φως ο λαιμός μου" της λέω.
Το κάνει. Με τα παιχνίδια γίνεται. Θα νομίζει
πως έχω χαλάσει. Πρέπει να σκεφτώ. Χωρίς να
σταματήσω να αισθάνομαι. Αλλά επείγει ένα
μέρος να βγει η νύχτα. Σαν ιερή αποστολή, να
μας παραδώσω στο μέλλον. Άθικτους.
Το πρωί θα βρούμε κι άλλους. Θα έρχονται
από τον ορίζοντα, τις πόλεις, τη θάλασσα...
Θα πλησιάσουμε, θα αρχίσουμε πάλι. Να μία
φωτεινή σκέψη! Οι άλλοι. Οι "σαν κι εμάς".
Σαν αγουροξυπνημένα κουτάβια, με πρησμένα
μάτια, έχοντας νικήσει το πιο δύσκολο βράδυ
της ζωής μας, θα κηδέψουμε τις απώλειες, θα
πούμε μόνο ένα "πάμε;" και θα πάμε...
(Οδυσσέας Ιωάννου)